Η λατέρνα είναι ένα αυτόµατο µουσικό όργανο που αν και ογκώδες δεν χρησιµοποιείται µόνο σε κλειστούς χώρους αλλά συχνά µεταφέρεται σε ανοιχτούς χώρους, πλατείες και γειτονιές. Είναι ένα όργανο που δηµιούργησε πολλά συναισθήµατα στους Έλληνες και βοήθησε πολύ στην εξάπλωση και διάδοση ήχων που είναι αγαπητοί ακόµα και σήµερα.
Η πρώτη λατέρνα στην Ελλάδα δηµιουργήθηκε γύρω στα 1880. Τότε η συνεργασία του Έλληνα Ιωσήφ Αρµάου και του Ιταλού Jugepe Turconi απέφερε την λατέρνα. Οι δυο τους πολλοί καλοί φίλοι µε έντονες µουσικές και κατασκευαστικές δεξιότητες έφτιαξαν στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη λατέρνα χωρίς τη σιδερένια βάση που είχαν τα πιάνο γιατί υπήρχαν παρόµοια µε τη λατέρνα όργανα στο παρελθόν µε σιδερένια όµως βάση (π.χ. η Ροµβία). Οι δυο τους είχαν δηµιουργήσει ένα συνεταιρισµό όπου είχαν διαχωρίσει τη δουλειά σε δύο κοµµάτια. Ο Turconi ασχολιόταν µε το κατασκευαστικό κοµµάτι ενώ ο Αρµάος µε την καταγραφή, δηλαδή το «σταµπάρισµα» των τραγουδιών.
Η εξέλιξη ήταν ραγδαία. Αν και στην Κωνσταντινούπολη υπήρξαν µόνο 2-3 κατασκευαστές στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 60-80. Υπολογίζεται επίσης ότι την περίοδο πριν τον πόλεµο του 1940 υπήρξαν σε Αθήνα και Πειραιά περίπου 40.000 όργανα και άλλα τόσα µόνο στη Θεσσαλονίκη. Ακόµα εκείνη την περίοδο σε κάθε µαγαζί διασκεδάσεως υπήρχαν 6-7 όργανα. Ο πόλεµος όµως στάθηκε τροχοπέδη σε οποιαδήποτε εξέλιξη της λατέρνας. Αν και ήταν πολύ προσιτή στην αρχή της στη διάρκεια του πολέµου κανείς δεν κοίταζε την διασκέδαση. Επίσης πάρα πολλά όργανα καταστράφηκαν λόγω του όγκου τους. Ο τελευταίος κατασκευαστής ήταν από τις Σέρρες όπου έκλεισε το εργαστήριο περίπου στα 1938. Αυτό το µαρτυρούν και οι υπάρχουσες λατέρνες που υπολογίζονται σε νεότερες να είναι εκείνης της εποχής.
Μέσα στα χρόνια της ακµής πολλοί ακολούθησαν το πρότυπο του Αρµάου-Turconi και διαχώρισαν την κατασκευή της λατέρνας. Έτσι, σπουδαιότερος «σταµπαδόρος» εξελίχθηκε ο γιος του Αρµάου, Νίκος Αρµάος. Αυτός διέδωσε αργότερα την τέχνη του στο γιο του και αυτός βρήκε µεταλαµπαδευτή τον Αντώνη Νασιόπουλο όπου σε συνεργασία µε τον Βασίλη Ιακωβίδη, κορυφαίο τεχνίτη και κουρδιστή πιάνων, κατασκεύασαν ξανά το 1944 τη λατέρνα. Παράλληλα στις Σέρρες, ο Αναστάσιος Τζίωνης συνεχίζει και αυτός να κατασκευάζει µε παραδοσιακό τρόπο λατέρνες. Αργότερα (το 2001) ο Ιακωβίδης θα πεθάνει, ο Τζίωνης θα αποσυρθεί (σε ηλικία 97 ετών) και µόνος κατασκευαστής θα µείνει ο Νασιόπουλος.
Η λατέρνα είναι ένα αυτόµατο µουσικό όργανο που έχει πάρα πολλές οµοιότητες µε το πιάνο. Μάλιστα το χαρακτηρίζουν και αυτόµατο πιάνο. Χωρίζεται σε δύο µέρη: α) το πάνω µέρος που περιλαµβάνει τις χορδές απ’ το πάνω µπαλκόνι µέχρι το κάτω και το ηχείο, β) το κάτω µέρος το κιβώτιο που περιλαµβάνει τον κύλινδρο και τους
µηχανισµούς του. Τα πλήκτρα (τα σφυράκια όπως λένε και στο πιάνο) ανήκουν στο κάτω µέρος, ουσιαστικά όµως αποτελούν αυτοτελές κοµµάτι. Έτσι κάποιος σε ένα µαγαζί θα διάλεγε πρώτα κάποιο πάνω µέρος και µετά το κάτω και θα τα ένωνε. Οι λατέρνες έχουν 33, 35 ή 37 «φωνές» δηλαδή χορδές, και αυτό είναι και το χαρακτηριστικό για να χαρακτηρίσουµε µια λατέρνα µεγάλη ή µικρή αφού ανάλογα µε τις χορδές εξαρτάται και το µέγεθος της τόσο στο ύψος όσο όµως περισσότερο στο πλάτος. Επίσης υπάρχει 1 κουδούνι που δίνει διαφορετικό τόνο στον ήχο. Το κοµµάτι που είναι και αυτό ανεξάρτητο όπως τα πλήκτρα και ουσιαστικά παίζει τα συγκεκριµένα τραγούδια είναι ο κύλινδρος . Οι χορδές καταλαµβάνουν 3,5 οκτάβες
µία από αυτές είναι µπάσα και είναι µη πλήρη οκτάβα (7 χορδές) οι οποίες είναι χάλκινες. Οι χορδές όλες είναι χορδές πιάνου όπως και τα κλειδιά. Γενικά πολλά υλικά είναι υλικά πιάνου. Το πάνω µπαλκόνι είναι από οξιά για να αντέχει τις εντάσεις (περίπου 5 τόνοι), το ηχείο είναι ερυθρελάτη και ο κύλινδρος φλαµούρι για να καρφώνονται σωστά και σταθερά τα καρφιά. Επίσης υπάρχει µία βίδα ρύθµισης ή εντάσεως κάτω από το πληκτρολόγιο που φέρνει το πληκτρολόγιο πιο κοντά ή πιο µακριά απ’ τον κύλινδρο αυξοµειώνοντας την ένταση του παιξίµατος. Μια άλλη βίδα η «ρέγουλα» που βρίσκεται αριστερά απ’ το πληκτρολόγιο το µετακινεί αριστερά ή δεξιά για να ρυθµίζονται οι µετακινήσεις που οφείλονται σε αλλαγές της υγρασίας ισορροπίας των ξύλων. Τέλος, υπάρχει ένας µοχλός ασφάλισης που ελευθερώνει τον κύλινδρο για να µπορεί αυτό να µετακινηθεί. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η κατασκευή της λατέρνας διαρκεί περίπου 3 µήνες.
Η λειτουργία της λατέρνας βασίζεται στα 2 µέρη της. Στο πάνω όπου παράγεται ο ήχος µε τις χορδές και στο κάτω όπου ο κύλινδρος θέτει σε κίνηση τα πλήκτρα. Ο κύλινδρος έχει πάνω του καρφωµένα καρφιά (αυτό είναι το λεγόµενο σταµπάρισµα) και γυρνώντας τη µανιβέλα γυρνάει ο κύλινδρος µέσω ενός γραναζιού και ενός στροφάλου. Γυρνώντας λοιπόν ο κύλινδρος ακουµπάνε τα καρφιά του πάνω στα ατσαλάκια (ατσάλινες άκρες 10 περίπου χιλιοστών) που βρίσκονται στην άκρη των πλήκτρων, τα ανασηκώνουν και όταν τα αφήνουν αυτά µε τη βοήθεια ελατηρίων προσκρούουν στις χορδές. Για την αλλαγή τραγουδιού σηκώνεται ο µοχλός ασφαλίσεως και µετακινώντας τον κύλινδρο δεξιά ή αριστερά αλλάζουµε σειρά καρφιών που θα µετακινούν τα πλήκτρα. Η απόσταση µεταξύ 2 πλήκτρων είναι 13 χιλιοστά και έτσι χωράνε µέχρι και 9 τραγούδια σε κάθε κύλινδρο. Η ταχύτητα του τραγουδιού εξαρτάται από το πόσο κοντά µεταξύ τους είναι τα καρφιά, απ’ το ύψος τους και απ’ την κίνηση της µανιβέλας. Έτσι το παίξιµο απαιτεί από τον παίκτη γνώση της σωστής ταχύτητας, σταθερό ρυθµό και µείωση του ρυθµού την τελευταία φορά επανάληψης του τραγουδιού για να φανεί που αυτό τελειώνει. Επίσης απαραίτητη είναι και η συνοδεία ντεφιού.
Η λατέρνα απαιτεί συχνή συντήρηση και αυτή είναι απαραίτητη για τη σωστή λειτουργία της και την µακροζωία της. Καταρχήν χρειάζεται κούρδισµα κάθε 1 ή 1,5 µήνα λόγω της έλλειψης σιδερένιας βάσης. Το κούρδισµα γίνεται µε διαπασών και είναι απαραίτητο το κούρδισµα ανά οκτάβες. Επίσης χρειάζεται συχνά στο τέλος 2η και 3η φορά κούρδισµα µέχρι να σταθεροποιηθεί. Ακόµα χρειάζεται ρεγουλάρισµα ανάλογα µε το πρόβληµα που µπορεί να δηµιουργηθεί από την αυξοµείωση της υγρασίας. Επίσης συχνά σπάνε πλήκτρα, ατσαλάκια ή χορδές. Χρειάζονται γρασάρισµα τα καρφιά και τα µηχανικά µέρη όπως και λάδωµα. Τέλος, κάθε 2-3 χρόνια µία λατέρνα που παίζει καθηµερινά 8 ώρες χρειάζεται αλλαγή κυλίνδρου γιατί λειώνουν τα καρφιά. Έπειτα δεν πρέπει να εκτίθεται σε ρεύµα και µεγάλες αυξοµειώσεις υγρασίας.
Κύριο χαρακτηριστικό της λατέρνας ήταν και είναι το στόλισµά της. Παλαιότερα αποτελούσε και επάγγελµα καθώς υπήρχαν καταστήµατα που πουλούσαν στολίδια και άλλα είδη. Είχαν σκεπάσµατα από δέρµα σε διάφορα χρώµατα, κοµµένα, ξεγυρισµένα, µε κεντίδια, σκαλισµένα διάτρητα. Αυτές ήταν οι φορεσιές. Υπήρχαν βελούδινα σκεπάσµατα µε ρέλι, χρυσοκεντήµατα µε παραστάσεις (π.χ. 2 κοπέλες να κρατούν την ελληνική σηµαία ή παραστάσεις από µάχες του ’21) Ήταν πολύ φορτωµένες µε χάντρες, κοµπολόγια, εικόνες ακόµα και κέλυφος χελώνας και ότι άλλο σκεφτόταν ο καθένας. Υπήρχαν σεγαριστά σχέδια µε το κλασσικό βυζαντινό σχέδιο και η εικόνα που είχαν στο κέντρο ήταν ή της Μαρίας της Πενταγιώτισσας ή της Ρόζα Εσκενάζυ ή 2-3 ακόµα άλλες. Σπάνια κάποιος έβαζε φωτογραφία από αγαπηµένο ή συγκεκριµένο του πρόσωπο. Τέλος τα πόδια που στηριζόταν η λατέρνα ήταν ξυλόγλυπτα.
Το σηµαντικότερο ίσως ρόλο στη λατέρνα τον κατέχει ο κύλινδρος. Έτσι ο κατασκευαστής του γινόταν ανέκαθεν διάσηµος και έπρεπε να έχει εξαιρετικές µουσικές ικανότητες. Αυτός ονοµαζόταν «σταµπαδόρος» ή «καρφωτής». Το σταµπάρισµα είναι µια δύσκολη περίπλοκη διαδικασία και δεν απαιτεί µονάχα µουσικές γνώσεις αλλά και τεχνικές. Αφού το τραγούδι αποτυπωθεί σε παρτιτούρα ο σταµπαδόρος βάζει στην εσωτερική µεριά της λατέρνας και πίσω ακριβώς απ’ τη
µανιβέλα ένα ειδικό «ρολόι». Ακριβώς έξω από τη λατέρνα πάλι πίσω από τη
µανιβέλα βιδώνει έναν λεπτοδείχτη και τα ευθυγραµµίζει. Ανάλογα µε τη χρονική αξία που έχει η νότα γυρίζει τη µανιβέλα µέχρι ο λεπτοδείχτης να δείξει την ανάλογη ένδειξη στο ρολόι. Τότε πατάει ελαφρά το πλήκτρο έτσι ώστε το ατσαλάκι στην άκρη να σηµαδέψει ελαφρά τον κύλινδρο. Στην αρχή βάζει τη µια σειρά και µετά τα µπάσα. Αφού τελειώσει και τα 9 τραγούδια ξεκινάει το κάρφωµα. Υπάρχουν 3ων ειδών καρφιά: 1. Πόντοι, καρφιά µήκους 6 χιλιοστών χρησιµοποιούνται για µεγάλες χρονικές αξίες. 2. Τα τέρτσα, καρφιά µήκους 5 χιλιοστών χρησιµοποιούνται κυρίως για τα όγδοα και µπαίνουν σε σειρές. 3. Τρίλιες, καρφιά µήκους 4 χιλιοστών, αιχµηρά προς τα πάνω κοντά, τετραγωνοποιηµένα, µπακιρένια. Για κάθε τύπο καρφιού υπάρχει το ανάλογο ζουµπαδάκι που εξασφαλίζει το ισοϋψές κάρφωµα. Όλη η διαδικασία του τυπώµατος διαρκεί 20-25 ηµέρες. ?ιασηµότερος καρφωτής υπήρξε ο Νίκος Αρµάος. Λόγω της έλλειψης ηχητικών πηγών µπορούσε µόνο ακούγοντας ένα πελάτη να σφυρίζει ένα σκοπό να τον σταµπάρει µε 2 ή 3 τρόπους. Έγραφε πολλά τραγούδια και αρκετά από αυτά έγιναν γνωστά ως τραγούδια άλλων που τους έδινε ο Αρµάος όπως η Φαληριώτισσα, Γαρύφαλλο στ’ αυτί, Φούστα κλαρωτή, Χασάπικο πολίτικο κ.α. Μεγάλος καηµός του ήταν ότι ποτέ δεν κατασκεύασε λατέρνα. Επίσης οι ικανότητές του στην επισκευή ήταν περιορισµένες. Τέλος είχε γίνει πρόσφατα µία προσπάθεια από έναν Θεσσαλονικιό χορδιστή να σταµπάρει µε υπολογιστή τα τραγούδια. Εκτός όµως του ότι αυτή η µέθοδος ήταν εντελώς αντίθετη µε την παράδοση της λατέρνας τελικώς απέτυχε µιας και προέκυψαν προβλήµατα µε τη διαφορετικότητα που είχε το κάθε πληκτρολόγιο και τη µεταφορά του τυπώµατος πάνω στον κύλινδρο.
Στη σύγχρονη εποχή η λατέρνα είναι πολύ παραµερισµένη και αρκετά σπάνιο θέαµα.
Η ζήτηση είναι αρκετά περιορισµένη σε συλλέκτες και κάποιους ελάχιστους µουσικούς. Στην περιοχή της Αττικής υπάρχουν µόνο 8-9 περιπλανώµενοι εκ των οποίων 1 στον Πειραιά, 3 στην Αθήνα, 1 στην Γλυφάδα όπως και κάποιοι γύφτοι οι οποίοι όµως περιπλανώνται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Επίσης σε µαγαζιά διασκέδασης πολύ σπάνια βρίσκονται λατέρνες αφού οι δίσκοι, τα γραµµόφωνα και τα Juke box παραµέρισαν τελείως τη λατέρνα µετά το 40. Οι πωλήσεις πλέον γίνονται σπάνια και συνήθως όχι κατόπιν παραγγελίας αλλά αγοράζονται έτοιµα κοµµάτια. Τα τραγούδια τα οποία ταυτίστηκαν µε τη λατέρνα όπως η Φραγκοσυριανή, Γαρύφαλλο στ’ αυτί, Το Τραµ το τελευταίο, Οι θαλασσιές οι χάντρες, παραµένουν στο ρεπερτόριο και των καινούργιων οργάνων και υπάρχουν κάποιες προσθήκες σε τραγούδια του Μίµη Πλέσσα ή του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Πολλοί έχουν να πουν κάποια ιστορία που ξέρουν ή έχουν ακούσει γύρω από κάποια λατέρνα. Υπήρξαν όµως και πολλά προβλήµατα που την ταλαιπώρησαν µέσα στο πέρασµα του χρόνου µε αποτέλεσµα να την περιθωριοποιήσουν. Επίσης πρόβληµα στην µελέτη της δηµιουργεί η έλλειψη βιβλιογραφίας, µιας και όποια τυχόν υπάρχει είναι ανεπαρκής έως και λανθασµένη. Αυτό συµβαίνει γιατί οι ερευνητές δεν ασχολήθηκαν µε την τέχνη της λατέρνας αλλά προέβησαν σε µια απλή περιγραφή της. Παρόλα αυτά ακόµα και σήµερα υπάρχουν γωνιές και γειτονιές που κάποιος µπορεί να ακούσει και να σιγοτραγουδήσει παλιές αγαπηµένες µελωδίες.
Μέσα στα χρόνια της ακµής πολλοί ακολούθησαν το πρότυπο του Αρµάου-Turconi και διαχώρισαν την κατασκευή της λατέρνας. Έτσι, σπουδαιότερος «σταµπαδόρος» εξελίχθηκε ο γιος του Αρµάου, Νίκος Αρµάος. Αυτός διέδωσε αργότερα την τέχνη του στο γιο του και αυτός βρήκε µεταλαµπαδευτή τον Αντώνη Νασιόπουλο όπου σε συνεργασία µε τον Βασίλη Ιακωβίδη, κορυφαίο τεχνίτη και κουρδιστή πιάνων, κατασκεύασαν ξανά το 1944 τη λατέρνα. Παράλληλα στις Σέρρες, ο Αναστάσιος Τζίωνης συνεχίζει και αυτός να κατασκευάζει µε παραδοσιακό τρόπο λατέρνες. Αργότερα (το 2001) ο Ιακωβίδης θα πεθάνει, ο Τζίωνης θα αποσυρθεί (σε ηλικία 97 ετών) και µόνος κατασκευαστής θα µείνει ο Νασιόπουλος.
µηχανισµούς του. Τα πλήκτρα (τα σφυράκια όπως λένε και στο πιάνο) ανήκουν στο κάτω µέρος, ουσιαστικά όµως αποτελούν αυτοτελές κοµµάτι. Έτσι κάποιος σε ένα µαγαζί θα διάλεγε πρώτα κάποιο πάνω µέρος και µετά το κάτω και θα τα ένωνε. Οι λατέρνες έχουν 33, 35 ή 37 «φωνές» δηλαδή χορδές, και αυτό είναι και το χαρακτηριστικό για να χαρακτηρίσουµε µια λατέρνα µεγάλη ή µικρή αφού ανάλογα µε τις χορδές εξαρτάται και το µέγεθος της τόσο στο ύψος όσο όµως περισσότερο στο πλάτος. Επίσης υπάρχει 1 κουδούνι που δίνει διαφορετικό τόνο στον ήχο. Το κοµµάτι που είναι και αυτό ανεξάρτητο όπως τα πλήκτρα και ουσιαστικά παίζει τα συγκεκριµένα τραγούδια είναι ο κύλινδρος . Οι χορδές καταλαµβάνουν 3,5 οκτάβες
µία από αυτές είναι µπάσα και είναι µη πλήρη οκτάβα (7 χορδές) οι οποίες είναι χάλκινες. Οι χορδές όλες είναι χορδές πιάνου όπως και τα κλειδιά. Γενικά πολλά υλικά είναι υλικά πιάνου. Το πάνω µπαλκόνι είναι από οξιά για να αντέχει τις εντάσεις (περίπου 5 τόνοι), το ηχείο είναι ερυθρελάτη και ο κύλινδρος φλαµούρι για να καρφώνονται σωστά και σταθερά τα καρφιά. Επίσης υπάρχει µία βίδα ρύθµισης ή εντάσεως κάτω από το πληκτρολόγιο που φέρνει το πληκτρολόγιο πιο κοντά ή πιο µακριά απ’ τον κύλινδρο αυξοµειώνοντας την ένταση του παιξίµατος. Μια άλλη βίδα η «ρέγουλα» που βρίσκεται αριστερά απ’ το πληκτρολόγιο το µετακινεί αριστερά ή δεξιά για να ρυθµίζονται οι µετακινήσεις που οφείλονται σε αλλαγές της υγρασίας ισορροπίας των ξύλων. Τέλος, υπάρχει ένας µοχλός ασφάλισης που ελευθερώνει τον κύλινδρο για να µπορεί αυτό να µετακινηθεί. Αξίζει να σηµειωθεί ότι η κατασκευή της λατέρνας διαρκεί περίπου 3 µήνες.
µανιβέλα ένα ειδικό «ρολόι». Ακριβώς έξω από τη λατέρνα πάλι πίσω από τη
µανιβέλα βιδώνει έναν λεπτοδείχτη και τα ευθυγραµµίζει. Ανάλογα µε τη χρονική αξία που έχει η νότα γυρίζει τη µανιβέλα µέχρι ο λεπτοδείχτης να δείξει την ανάλογη ένδειξη στο ρολόι. Τότε πατάει ελαφρά το πλήκτρο έτσι ώστε το ατσαλάκι στην άκρη να σηµαδέψει ελαφρά τον κύλινδρο. Στην αρχή βάζει τη µια σειρά και µετά τα µπάσα. Αφού τελειώσει και τα 9 τραγούδια ξεκινάει το κάρφωµα. Υπάρχουν 3ων ειδών καρφιά: 1. Πόντοι, καρφιά µήκους 6 χιλιοστών χρησιµοποιούνται για µεγάλες χρονικές αξίες. 2. Τα τέρτσα, καρφιά µήκους 5 χιλιοστών χρησιµοποιούνται κυρίως για τα όγδοα και µπαίνουν σε σειρές. 3. Τρίλιες, καρφιά µήκους 4 χιλιοστών, αιχµηρά προς τα πάνω κοντά, τετραγωνοποιηµένα, µπακιρένια. Για κάθε τύπο καρφιού υπάρχει το ανάλογο ζουµπαδάκι που εξασφαλίζει το ισοϋψές κάρφωµα. Όλη η διαδικασία του τυπώµατος διαρκεί 20-25 ηµέρες. ?ιασηµότερος καρφωτής υπήρξε ο Νίκος Αρµάος. Λόγω της έλλειψης ηχητικών πηγών µπορούσε µόνο ακούγοντας ένα πελάτη να σφυρίζει ένα σκοπό να τον σταµπάρει µε 2 ή 3 τρόπους. Έγραφε πολλά τραγούδια και αρκετά από αυτά έγιναν γνωστά ως τραγούδια άλλων που τους έδινε ο Αρµάος όπως η Φαληριώτισσα, Γαρύφαλλο στ’ αυτί, Φούστα κλαρωτή, Χασάπικο πολίτικο κ.α. Μεγάλος καηµός του ήταν ότι ποτέ δεν κατασκεύασε λατέρνα. Επίσης οι ικανότητές του στην επισκευή ήταν περιορισµένες. Τέλος είχε γίνει πρόσφατα µία προσπάθεια από έναν Θεσσαλονικιό χορδιστή να σταµπάρει µε υπολογιστή τα τραγούδια. Εκτός όµως του ότι αυτή η µέθοδος ήταν εντελώς αντίθετη µε την παράδοση της λατέρνας τελικώς απέτυχε µιας και προέκυψαν προβλήµατα µε τη διαφορετικότητα που είχε το κάθε πληκτρολόγιο και τη µεταφορά του τυπώµατος πάνω στον κύλινδρο.
Η ζήτηση είναι αρκετά περιορισµένη σε συλλέκτες και κάποιους ελάχιστους µουσικούς. Στην περιοχή της Αττικής υπάρχουν µόνο 8-9 περιπλανώµενοι εκ των οποίων 1 στον Πειραιά, 3 στην Αθήνα, 1 στην Γλυφάδα όπως και κάποιοι γύφτοι οι οποίοι όµως περιπλανώνται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Επίσης σε µαγαζιά διασκέδασης πολύ σπάνια βρίσκονται λατέρνες αφού οι δίσκοι, τα γραµµόφωνα και τα Juke box παραµέρισαν τελείως τη λατέρνα µετά το 40. Οι πωλήσεις πλέον γίνονται σπάνια και συνήθως όχι κατόπιν παραγγελίας αλλά αγοράζονται έτοιµα κοµµάτια. Τα τραγούδια τα οποία ταυτίστηκαν µε τη λατέρνα όπως η Φραγκοσυριανή, Γαρύφαλλο στ’ αυτί, Το Τραµ το τελευταίο, Οι θαλασσιές οι χάντρες, παραµένουν στο ρεπερτόριο και των καινούργιων οργάνων και υπάρχουν κάποιες προσθήκες σε τραγούδια του Μίµη Πλέσσα ή του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
teamgr.gr