Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

"Συννεφιασμένη Κυριακή" : Μια Κυριακή που φώτισε για πάντα τις καρδιές μας !



Στα τελευταία εξήντα, και βάλε, χρόνια δεν υπάρχει, ίσως ενήλικας Έλληνας που να μην έχει τραγουδήσει έστω και μια φορά κάποιους από τους στίχους της ‘Συννεφιασμένης Κυριακής’, του ελληνικού λαϊκού εθνικού ύμνου, όπως έχει χαρακτηριστεί αυτό το τραγούδι, που

συνέθεσε ο Βασίλης Τσιτσάνης το 1948 και το πρωτοτραγούδησαν ντουέτο σε δίσκο δυο από τα πιο βαριά ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης και η Σωτηρία Μπέλλου (11 Αυγούστου 1948, η πρώτη ηχογράφηση).


Ωστόσο, η ερμηνεία που εκτόξευσε το τραγούδι σε δυσθεώρητα ύψη δημοφιλίας και το έκανε να θεωρηθεί ως ο ορισμός του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, ήταν εκείνη του 1959. Ερμηνευτής του ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης με τη σύμπραξη της Γιώτας Λύδιας και της Μαρινέλλας.


Η εισαγωγή αυτής της εκτέλεσης, για κοντά πενήντα χρόνια, υπήρξε το μουσικό σήμα της φωνογραφικής εταιρίας‘Κολούμπια’ στις ραδιοφωνικές εκπομπές της με λαϊκή μουσική. Η αναβίωση του ρεμπέτικου στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πολλά οφείλει στην ερμηνεία της ‘Συννεφιασμένης Κυριακής’ από τον Στέλιο Καζαντζίδη.


Προηγουμένως, όμως και συγκεκριμένα το 1954 η μουσική του τραγουδιού καταξιώθηκε και σαν μελωδία σε φόρμα κλασικής μουσικής χάρη στις μαγικές εμπνεύσεις του Μάνου Χατζιδάκι, που τη μετέγραψε για πιάνο και τη συμπεριέλαβε στις‘Έξι λαϊκές ζωγραφιές’ του και δεν είναι καθόλου ιεροσυλία, που το θεωρώ, σε αυτή την εκτέλεση, ως το ισοδύναμο της ‘Moonlight Sonata’ στα πλαίσια της ελληνικής λαϊκής μουσικής.


Και αν για τη μουσική του δεν υπάρχουν αμφισβητήσεις και διχογνωμίες για το σε ποιον ανήκει το τραγούδι, γύρω από τους στίχους του έχει αναπτυχθεί μια φιλολογία αντάξια της θέσης που κατέχει το τραγούδι στην ελληνική λαϊκή μουσική, που ούτε όταν αργότερα αναγράφηκε το όνομα του στιχουργού στην ετικέτα του δίσκου δεν απένειμε με σιγουριά την πατρότητά τους στον πραγματικό δημιουργό τους. Απλώς τη νομιμοποίησε.



Αρχικά, εκτός από συνθέτης, ο Τσιτσάνης εμφανίζεται και ως στιχουργός του τραγουδιού. Άλλωστε ίσαμε σήμερα στις δεκάδες ηχογραφήσεις του με διαφόρους καλλιτέχνες, ένα όνομα μόνο αναγράφεται. ‘Στίχοι και μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης’.

Ήταν η εποχή, που αναγνωρισμένος ως απόλυτα μοναδικός δημιουργός ενός τραγουδιού ήταν ο συνθέτης, ειδικά του ρεμπέτικου. Ο στιχουργός, αν δεν ήταν γνωστός στον χώρο, έμενε στην αφάνεια (ούτε στην ετικέτα του δίσκου αναφερόταν) αρκούμενος σε κάποια μικρή αμοιβή που του έδινε ο συνθέτης από τα δικά του ποσοστά με προσωπικές συμφωνίες δίχως επίσημα έγγραφα.


Κάπως έτσι έγινε και με τη ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’. Ο Τσιτσάνης, όταν κάποτε ρωτήθηκε, αν είχε υπάρξει κάποιο ερέθισμα για τους στίχους της, είχε πει με γλαφυρή διήγηση ότι αυτοί είχαν γραφεί στη Θεσσαλονίκη με αφορμή ένα τραγικό περιστατικό στη διάρκεια της Κατοχής. Γενικά δε οι στίχοι του ήταν εμπνευσμένοι από τις δύσκολες μέρες που βίωνε ο ελληνικός λαός και ο αρχικός πρώτος στίχος του έλεγε ‘Ματωμένη Κυριακή’, ενώ ‘Συννεφιασμένη’ έγινε αργότερα.


«Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ' ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ' έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι είδα τόπους-τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι…» (συνέντευξη του Τσιτσάνη στον Γιώργο Λιάνη το 1972 στο περιοδικό ‘Επίκαιρα’),


ενώ έναν χρόνο αργότερα συμπλήρωνε: «Το ζοφερό κλίμα της Κατοχής που μου είχε εμπνεύσει τους στίχους του τραγουδιού μού ενέπνευσε και τη μουσική του... Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, που μας έδερνε όλους εκείνη την εποχή της Κατοχής, όλο για την απελπισία να μιλάνε οι νότες» (συνέντευξή του στον Γιώργο Πηλιχό στην εφημερίδα ‘Τα Νέα’)…


Τέλος, σε συνέντευξη του στον Λευτέρη Παπαδόπουλο που δημοσιεύτηκε στο “Δίφωνο” αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη, ο Τσιτσάνης μετέφερε τον χρόνο και την αιτία της έμπνευσης των στίχων στον Εμφύλιο, αλλά πάντα στη Θεσσαλονίκη.


Με αρκετές αντιφάσεις, λοιπόν, το ιστορικό πλαίσιο από τη μια μεριά, αλλά συναισθηματικά πειστικό από την άλλη, για τον λόγο, ότι ο λαϊκός στίχος ανέκαθεν αποτύπωνε βιώματα, βάσανα και πίκρες της λαϊκής τάξης.


Εν τούτοις, όσο αφορούσε στην ‘Κυριακή’ του η πραγματική έμπνευση των στίχων δεν ήταν οι αγώνες του ελληνικού λαού κάτω από την μπότα του κατακτητή, ή ο πόνος από μια ολέθρια εμφύλια σύγκρουση, όπως ήθελε να τους παρουσιάσει ο Τσιτσάνης, ίσως για να δώσει μια κάποια ηρωική επίφαση στο τραγούδι.


Ακόμα χειρότερα, αποδόθηκε στον Τσιτσάνη η βαριά μομφή, ότι οι στίχοι του τραγουδιού δεν είναι καν δικοί του ! Συγκεκριμένα, ο Τάσος Σχορέλης γράφοντας στη ‘Ρεμπέτικη Ανθολογία’ του δεν παραπέμπει ούτε στην Κατοχή, ούτε καν στα σκληρές μέρες που βίωνε ο ελληνικός λαός την αδελφοκτόνα λαίλαπα του Εμφυλίου στα χρόνια 1946-1949:


«Ο Τσιτσάνης βεβαιώνει πως στις μαύρες μέρες της Κατοχής έγραψε τους στίχους και τη μελωδία της ‘Συννεφιασμένης Κυριακής’, τότε που οι συνεργάτες των κατακτητών κατέδιδαν τους πατριώτες στους Γερμανούς. Η αλήθεια απέχει πολύ. Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Αλέκος Γκούβερης.


Κάποια Κυριακή έχασε στο ποδόσφαιρο η Α.Ε. Λάρισας και ο Γκούβερης, φανατικός οπαδός της, έγραψε τους στίχους φαρμακωμένος από την ήττα της ομάδας του. Ο Τσιτσάνης έκανε διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρώτου τετράστιχου. Έλεγε «που είναι μελαγχολική», και την έκανε «που έχει πάντα συννεφιά» (...) Η «εκκαθάριση» της ΑΕΠΙ και η ετικέτα του δίσκου της «Φίλιπς» (σημ. σε μεταγενέστερη επανέκδοση του δίσκου, γιατί στην πρώτη δεν αναφερόταν στιχουργός)αποδεικνύουν ποια είναι η αλήθεια».


Αλλ’ όμως, ο Σχορέλης, που αποδέχεται τη δήλωση του Γκούβερη ως αναφορά πραγματικού γεγονότος, είναι ιστορικός του ρεμπέτικου τραγουδιού και όχι ιστορικός του ελληνικού Ποδοσφαίρου.


Αν ήταν και το δεύτερο, θα μπορούσε, ίσως, να σχολιάσει ότι και ο Γκούβερης θέλησε να φτιάξει τον δικό του μύθο γύρω από τους στίχους, δεδομένου ότι η αγαπημένη ομάδα του στιχουργού η Αθλητική Ένωση της Λάρισας, η ΑΕΛ, δηλαδή, ιδρύθηκε το 1964, που πάει να πει, ότι ο Γκούβερης περιέγραψε ένα προσωπικό του βίωμα που θα ένιωθε, τουλάχιστον 17 ολόκληρα χρόνια μετά!..


Τι και αν όντως ήταν οπαδός κάποιας από τις ομάδες (Άρης, Ηρακλής, Λαρισαϊκός, Τοξότης) που συγχωνεύτηκαν; Δεν αναφέρθηκε σε κάποια από αυτές, όπως κάθε βέρος οπαδός, που η ήττα της ομάδας του θα τον έκανε να νιώθει την Κυριακή του συννεφιασμένη. Τέλος πάντων…


Το μόνο αληθινό της ιστορίας είναι ότι η Ανώνυμη Εταιρία Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΑΕΠΙ) αποδίδει από τις εκκαθαρίσεις της κάποια ποσοστά στον Γκούβερη ως στιχουργού για τις πωλήσεις του δίσκου με τη ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’, ενώ και η δισκογραφική εταιρία ‘Φίλιπς’ τον αναφέρει στην ετικέτα του δίσκου.



Και να που ο ίδιος ο φερόμενος σαν στιχουργός, ο Αλέκος Γκούβερης, ανατρέπει κι αυτός τους ισχυρισμούς του περί πατρότητας των στίχων, που από το 1948 και για πολλά χρόνια μετά διεκδικούσε με επιμονή ως δικούς του, ώστε πλέον να θεωρείται τώρα ως ο δημιουργός τους.


Είναι μια χειρόγραφη δήλωσή του που περιλαμβάνεται στο Ιστορικό Αρχείο Βασίλη Τσιτσάνη, μέρος του οποίου δημοσίευσε στο περιοδικό ‘Ταχυδρόμος’ το 2004 ο ερευνητής του λαϊκού τραγουδιού και φίλος του Τσιτσάνη, ο Κώστας Χατζηδουλής.



Το χειρόγραφο-ντοκουμέντο αναφέρει: «Ο κάτωθι υπογεγραμμένος Αλέκος Γκούβερης δηλώ ότι συνέβαλα στην αποπεράτωσιν των στίχων της “Συννεφιασμένης Κυριακής” του Βασίλη Τσιτσάνη δια της προσθήκης ενός και μόνο κουπλέ. Δια την ως άνω δευτερεύουσαν βοηθητική προσφορά μου θέλω λάβω το 20% των επί των στίχων δικαιωμάτων του. Εν Αθήνας τη 17/9/1947, ο δηλών Αλέκος Γκούβερης.»


Με δεδομένο τους τόνους μελανιού που χύθηκαν για την επίμαχη πατρότητα των στίχων (και δεν τελειώσαμε ακόμα) τίθεται ένα εύλογο ερώτημα: Γιατί, αφού από το 1947, που υπήρχε αυτό το ντοκουμέντο ο ίδιος ο Τσιτσάνης δεν το χρησιμοποίησε, όταν χρειάστηκε, ώστε να καταρρίψει την κάθε μομφή που του αποδόθηκε για λογοκλοπή και ιδιοποίηση; Ίσως για αυτό κάποιοι αμφισβητούν την γνησιότητα του εγγράφου, ή τουλάχιστο την ημερομηνία σύνταξής του.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ.....

και πολύ περισσότερα : ΕΔΩ