Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Από το Αιγάλεω στον Πόρο, Ιστορία ενός Προσκόπου

Τέλος της 10ετιας του 1950…

επικές εποχές… ο κόσμος έχει αφήσει πίσω του τις πληγές του πολέμου, και με διάθεση για ζωή και δημιουργία επιδίδεται παράλληλα σε ειρηνικές εκδηλώσεις, κοινωνική δραστηριότητα, και πρωτοπόρος η νεολαία ξαναγυρίζει στην φύση, την διασκέδαση, τις εκδρομές .

Μετακατοχικό παιδί και εγώ, μεγαλώνω σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας και βρίσκομαι στην μεγάλη συντροφιά του προσκοπισμού, όπου με ενθουσιασμό ακολουθώ τα πρωτότυπα για την εποχή προγράμματα του, προσφοράς στην κοινωνία, αγάπης και προστασίας της φύσης και της δημιουργίας, και φυσικά παιχνίδι και υπαίθρια ζωή..

1957..φθινόπωρο ,ο αρχηγός της προσκοπικής μας ομάδας στο Αιγάλεω μας ανακοινώνει με χαρά ότι η τοπική μας εφορεία, τον Αύγουστο θα πραγματοποιήσει κατασκήνωση για τα μέλη της σε ένα νησί που το έλεγαν Πόρο. Πρέπει γι αυτό να προετοιμαζόμαστε, να ‘μαστε καλοί και εκπαιδευμένοι πρόσκοποι, και να κάνουμε οικονομίες… Πρέπει επίσης να βρούμε όσες μπορούμε πληροφορίες για το νησί.

Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη…

Παράλληλα με τα χίλια όνειρα για τα νέα άγνωστα μέρη που θα δω, το πρώτο μου ταξίδι με καράβι, την ζωή που θα κάνω με τους φίλους μου στην σκηνή , τα μπάνια στην θάλασσα-δυσκολη υπόθεση για την εποχή, την ψυχαγωγία, άνοιξα εγκυκλοπαίδειες και βιβλία, για να μάθω για τη Τροιζήνα, την Καλαβρία, την Σφαιρια, τον ναο του Ποσειδώνα, αλλά και την παρουσία του νησιού στην επανάσταση του 1821.Θα μας ρώταγε ο αρχηγός!

Βέβαια άρχισα αμέσως και τις…. αιματηρές οικονομίες για να μαζευτούν τα λίγα χρήματα της συμμετοχής μου που γνώριζα ότι θα ‘ταν δυσβάστακτα για τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ενώ με πίστη συμμετείχα στην κοινή προσπάθεια της ομάδας να εξασφαλίσει τα απαραίτητα υλικά μέσα για την διαβίωση στην κατασκήνωση. Βλέπεις η εποχή ήταν εποχή γενικής φτώχειας και στέρησης και έτσι επιστρατευτήκαν όλες οι επινοήσεις για προσπορισμό χρημάτων ‘για την κατασκήνωση’.

Τι τα κάλαντα είπαμε ,τι χειροποίητα ημερολόγια-κατασκευες πουλήσαμε , τι λαμπάδες για το Πάσχα φτιάξαμε, τι νεράντζια από τους δρόμους μαζέψαμε, τι θεατρική παράσταση (ο άσωτος υιός..) δώσαμε, ο στόχος μας ερχόταν όλο και πιο κοντά. Χαρμόσυνη είδηση όταν ο παπά-Καλινικος του Εσταυρωμένου μας πρόσφερε 2 τενεκέδες λάδι, όταν εμείς μαζέψαμε τα μπάζα από την αυλή του ναού, ο ερυθρός σταυρός γάλα σκόνη, αλεύρι φαρίνα και κίτρινο τυρί, κάποιοι φίλοι της κίνησης ζυμαρικά και ρύζι, και τέλος μια στρατιωτική μονάδα στο Χαϊδάρι καμιά δεκαριά σκηνές… δανεικές. Οι μήνες περνούσαν, τα σχολεία έκλεισαν-πηρα και ενδεικτικό 10 με τόνο που ήταν προϋπόθεση από τον μακαρίτη τον πατέρα μου, και πλέον περιμέναμε τις αρχές Αύγουστου .

Ήταν από τα πιο σημαντικά πράγματα που μου συνέβη μέχρι τότε αυτή η αναμονή, και η παιδική φαντασία μου κάλπαζε ,αδημονώντας να ‘ρθει η πολυπόθητη μέρα του Αύγουστου. ΠΟΡΟΣ.. ΘΑ ΠΑΜΕ ΣΤΟΝ ΠΟΡΟ. Κοιμόμουν και ξυπνούσα με αυτό το όνειρο. Να παω σε νησι..Να μπω σε καράβι. Πόσο μάλλον όταν μας ανήγγειλε ο αρχηγός ότι στην κατασκήνωση θα έχουμε στην διάθεση μας μια λέμβο του ναυτικού για να μάθουμε κωπηλασία, με εκπαιδευτή από το προγυμναστήριο. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι στον Πόρο θα πηγαίναμε από τον Σκαραμαγκά με… το πολεμικό πλοίο που μετέφερε εφόδια και προσωπικό στην μονάδα του ναυτικού.

…Και η μεγάλη μέρα ήρθε.

Από βραδύς πήγαμε στην λέσχη, όπου ο δήμαρχος –πατέρας συμπροσκόπου μας, είχε στείλει το ανοιχτό απορριμματοφόρο του Δήμου,-που θα μας μετέφερε μαζί με τα υλικά μας στον Σκαραμαγκά- για να το πλύνουμε, και στην συνέχεια να φορτώσουμε τα εφόδια μας, ώστε το πρωί να είμαστε έτοιμοι….

Φυσικά νομίζω ότι δεν κοιμήθηκα όλη την νύχτα.

Πρωί πρωι, ετοιμαστήκαμε και αφού φίλησα τους γονείς μου φεύγοντας για την… μεγάλη περιπέτεια της ζωής μου!! κίνησα για την λέσχη, βοηθούμενος από τον μεγαλύτερο αδελφό μου, φορτωμένος τον σάκο με τα… υπάρχοντα μου και την μεγάλη κατσαρόλα-πολυτιμη προσφορά της μανούλας μου προς χρησην ύστερα από αίτημα του αρχηγού-ηταν αντίστοιχη της πολυμελούς οικογένειας για την οποία μαγείρευε στο σπίτι μας- (άλλη μάνα έδωσε ένα τηγάνι, άλλη τρυπητό για μακαρόνια…)

Ενθουσιασμός, τελευταίες οδηγίες , φόρτωση στο φορτηγό, και αναχώρηση για την Ιθάκη μου… τον Σκαραμαγκά.

Αγκομαχώντας το παλιό σκουπιδιάρικο-βαρυφορτωμενο με εφόδια και παιδιά που γελούσαν και τραγουδούσαν με κέφι και ανεμελιά, και τους επικεφαλής να δίνουν τις τελευταίες οδηγίες , φτάσαμε δια της Ιεράς οδού στην ναυτική μονάδα και με δέος είδαμε τις εγκαταστάσεις και το πολεμικό πλοίο –μας φάνταζε γιγάντιο -που θα μας έφερνε στον Πόρο. Στην κατασκήνωση.


Μαζευτήκαμε στον μόλο και περιμέναμε την επιβίβαση ήλιος άρχισε να ανεβαίνει, η ζέστη να αυξάνεται, το ίδιο και η πείνα μας… Κάποια στιγμή (δεδομένου ότι τελικά φύγαμε το.. μεσημέρι) ήρθαν μερικοί ναύτες ,μας έβαλαν στην σειρά, και μας μοίρασαν από ένα καλό κομμάτι ψωμοτύρι. Θες η πείνα μου, θες η νοστιμιά της κουραμάνας, θες η θάλασσα, ήταν από τα αξέχαστα γεύματα μου μέχρι σήμερα. Στην συνέχεια στην σειρά και ένας ένας ανεβήκαμε την στενή σκάλα στο πλοίο του Π.Ν. Ήταν η πρώτη φορά που ανέβαινα σε πλοίο και μάλιστα πολεμικό ,και τα αισθήματα μου ήταν συγκλονιστικά.

Παρακολούθησα με πολύ ενδιαφέρον τις διαδικασίες αναχώρησης και σε λίγο αφήσαμε πίσω την ξηρα για το ονειρικό πολυπόθητο ταξίδι για τον ΠΟΡΟ. Δεν χόρταινα να βλέπω το πλοίο να σκίζει την θάλασσα, με τη συνοδεία τριγύρω των γλάρων ,και να στρέφει εν τέλει πλώρη στην ανοικτή θάλασσα κατά τον προορισμό του.

Στην παιδική μου φαντασία όλα αυτά ήταν ονειρικά και μάλιστα –είπαμε πρώτη φορά σε πλοίο-βλεποντας τα απόνερα νόμιζα ότι η το σκάφος έτρεχε πολύ. Βέβαια αυτό ήταν… σχετικό μια που έκανε να πάει στον Πόρο 5 περίπου ώρες.

Περάσαμε ανοικτα την Αίγινα, είδαμε το πετροκάραβο εντυπωσιασμένοι με τους θρύλους του, και κατά το απόγευμα αργά μπήκαμε μεγαλοπρέπως στην κλειστή θάλασσα του προορισμού μας…

Μάλλον για να εξυπηρετηθεί η κατασκήνωση διότι δεν μπορούσε το πλοίο να προσδέσει, η δεν ξέρω γιατί, φουντάρισε αγκυρα ανοικτα του κόλπου μπροστά από το σημείο που θα κατασκηνώναμε, στο μικρό Νεώριο, και άρχισε η περιπέτεια παιδιά και υλικά να κατεβαίνουν σε μια βάρκα που είχε πλευρίσει, από μια ανεμόσκαλα, και πάει έλα. Από την αρχή με είχαν ζώσει τα φίδια, αλλά μόλις ήρθε η σειρά μου να κατέβω από το τεράστιο ύψος όπως φάνταζε στο παιδικό μου μυαλό με ανεμόσκαλα στην βάρκα και είδα το… χάος ,-είχε ήδη σουρουπώσει, ένοιωσα τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Ο φόβος μου νίκησε και τον εγωισμό μου και την προσκοπική… λεβεντιά, και ημιλυποθημο με κατέβασαν σηκωτό τελικά..

Έτσι φτάσαμε βράδυ πια στην κατασκήνωση των ονείρων μας στο μικρό Νεώριο.

Στον όμορφο κλειστό κόλπο, που τα πεύκα κατέβαιναν μέχρι την θαυμάσια αμμουδιά, διπλά στο υδραγωγείο του ναυτικού-με μόνιμο σκοπό- από όπου είχαμε άφθονο νερό, οι μεγαλύτεροι που είχαν προηγηθεί είχαν στήσει όλα τα προβλεπόμενα σημεία για την λειτουργιά της κατασκήνωσης. Μαγειρεία, αποθήκη τροφίμων, σκηνή πρώτων βοηθειών, χώρους υγιεινής, αρχηγείο, πύλη , χώρο σημαίας και προσκυνητάρι προσευχής καθώς βέβαια και τις σκηνές των παιδιών… Αφού αποβιβαστήκαμε όλοι κατάκοποι, και μετά από την ξηρα τροφή της πρώτης βραδιάς, κάναμε την προσευχή μας και πέσαμε όλοι για ύπνο μέσα στα αντίσκηνα που τα φώτιζε η λάμπα πετρελαίου. Ήταν ένας βαθύς ύπνος σε μια απέραντη γαλήνη που διακόπηκε βίαια το πρωί από τους ήχους της σάλπιγγας.

Έτσι άρχισε η κατασκήνωση των ονείρων μας στο μικρό νεώριο του Πορου.

Τι να πρωτοθυμηθώ..

Το προγυμναστήριο μας παρεχώρησε μια τεράστια 18κωπο λέμβο, στην οποία έπρεπε να συγκροτηθεί πλήρωμα για να εκπαιδευτεί από τον υπαξιωματικό που ήταν ο λεμβαρχος, και όταν εκτος από τους μεγάλους ζήτησαν και μικρότερους για συμπλήρωση και εναλλαγή δήλωσα και εγώ από ενθουσιασμό, αν και εκ των υστέρων αντιλήφτηκα ότι με το ζόρι μπορούσα να κουνήσω στην αρχή τουλάχιστον το τεράστιο κουπί… και τις ματωμένες φουσκάλες στα χέρια μου…

Αξέχαστες περνούσαν οι μέρες στην γαλήνη του τοπίου, την όμορφη θάλασσα, το φαγητό που με επιείκεια ήταν καλό, την βραδινή σκοπιά, και τα απρόοπτα σαν εκείνο που έλλειψη αλατιού κάποιος είχε την φαεινή ιδέα να ρίξουμε στην βράση και λίγη θάλασσα, η το κίτρινο τυρί που από το λιοπύρι ρευστοποιήθηκε και μας το μοίρασαν με το κουτάλι-οποτε βλέπω γράσο το θυμάμαι-, την ψυχαγωγία γύρω από την φωτιά και τα όμορφα σούρουπα. Μοιραζόμασταν τις υπηρεσίες, και είχαμε την χαρά να εισφέρουμε στην κοινή διαβίωση… δεν θα ξεχάσω όταν πλένοντας με άμμο μέσα στην θάλασσα τα καζάνια, κοπάδια κεφαλοπουλα περνούσαν ανάμεσα στα πόδια μας, και επίσης όταν με πολύ μικρό σκάψιμο βγάζαμε στα ρηχά που παίζαμε νοστιμότατα αχιβάδες και κυδώνια. Εκπαιδεύσεις στο κολύμπι, το μαγείρεμα, τα σήματα μορς. Ανεβαίναμε στην θέση που είναι σήμερα το ξενοδοχείο, φυσικά τότε δεν είχε κτιστεί, και μαθαίναμε τον κώδικα μηνυμάτων με τα παντιερολια.

Είχαμε και ειδικό τραγούδι να μην δυσανασχετούμε στις αγγαρείες, και να βοηθούμε ο ένας τον άλλο. Αλλά και πολλά ευτράπελα.

Γελώ μελαγχολικά όσο σκέπτομαι τον φουκαρά τον Αιμίλιο το χοντρό, που έγινε δικαστικός στη ζωή του και που ‘’έφυγε’’ χωρίς ποτέ να μάθει ποιοι του είχαν μισοκοψει το σκοινι που μας συγκρατούσε στο βαθύ κάθισμα της επίσκεψης στον πρόχειρο προφυλαγμένο με λινάτσα λάκκο που… παρίστανε το WC. Έπεσε(μέσα) ηρωικά στην προσπάθεια. Θα μας σκότωνε… αν το μάθαινε. Κι άλλα… κι άλλα…

Οι μέρες περνούσαν.

Ένα απόγευμα ο αρχηγός μας είπε να φορέσουμε τις στολές μας γιατί θα επισκεπτόμαστε την πόλη και τα αξιοθέατα της, και έπρεπε να είμαστε καθαροί και περιποιημένοι.

Διασχίσαμε σε μια μακριά σειρά το μονοπάτι –δεν υπήρχε τότε δρόμος-από το μικρό Νεώριο προς την πόλη, θαυμάσαμε την βίλα Γαλήνη, περάσαμε το προγυμναστήριο – παλατάκι, και κάναμε ένα μεγάλο περίπατο σε όλο το όμορφο νησί. Να η παλιά δεξαμενή, ο Αη Γιωργης, το ηρώο, η κρήνη με τα δελφίνια, το λιμάνι το ρολόι με την θαυμάσια θέα του. Από εκεί πάνω έμεινα γοητευμένος βλέποντας την κοιμώμενη όπως αυτή φάνταζε στο ηλιοβασίλεμα-πριν βέβαια καρφωθούν σίδερα στην κοιλία της-,και βλέποντας την γαλήνια κλειστή θάλασσα ως πέρα μακριά στο σταυρό, να την διασχίζουν βαρκούλες.

Αξέχαστο απόγευμα.

Όταν μας άφησαν για λίγο ελεύθερους, και δεδομένου ότι δεν επέτρεπε ο προϋπολογισμός μου για παγωτό ΕΒΓΑ, στάθηκα σε μια άκρη του μόλου και βάλθηκα να ψαρεύω με επιτυχία κάτι μικρά μαύρα ψαράκια –καλόγριες όπως μου ‘πε κάποιος ντόπιος… Καμάρωνα σαν γύφτικο σκεπάρνι όταν περαστικά συνομήλικα κοριτσάκια παρακολουθούσαν τις επιδόσεις μου.(από τις πρώτες θαυμάστριες μου!).

Κάποιο απόγευμα φτάσαμε με κωπηλατώντας στο ιστορικό Μοναστήρι, και αφού ξεναγηθήκαμε και με δέος θαυμάσαμε το τοπίο,-στο κατάφυτο ρέμα κυλούσαν γάργαρα νερά-το εσωτερικό του μοναστηρίου και το τέμπλο, κατεβήκαμε στην παραλία, και μετά το λιτό φαγητό μας, ξαπλώσαμε για ύπνο στην άμμο και απολαυσαμε την γαλήνη και την ομορφιά παρατηρώντας έκθαμβοι τους αστερισμούς που μας έδειχνε ο αρχηγός μας.

Αξέχαστος, σε άλλη εκδρομή, θα μου μείνει ο επίγειος παράδεισος που λεγόταν λεμονοδασος, με την ευλογία της μοσχοβολιάς ,το κελάηδημα των πουλιών και τα τρεχούμενα νερά που κελαριστά κυλούσαν στις αμπολές…

Την Κυριακή του επισκεπτηρίου με μεγάλη αγωνία στηθήκαμε στο λιμάνι όπου κατέφθασε μεγαλόπρεπο-ετσι το έβλεπα-το Νεράιδα, και έφερε τους γονείς μας που με λαχταρά περιμέναμε.( Πέρισυ που ηλθε στον Πόρο πάλι το Νεράιδα ανακαινισμένο, είδα πόσο τα μεγέθη είναι σχετικά…) Οι βαθμοφόροι είχαν ετοιμάσει για τους επισκέπτες και τις αρχές του τόπου ανάμεσα στα άλλα και επίδειξη κωπηλασίας, και τα πήγαμε αρκετά καλά… Μόνο να… εκεί στο πτερωσων δεν πρόλαβα και με πήρε… φαλάγγι το τεράστιο κουπί…

Μια μέρα –παραμονή της Παναγίας ήταν – ο αρχηγός μας είπε ότι θα περάσουμε στο χωριό Γαλατάς που ήταν απέναντι, με την βάρκα που εν τω μεταξύ μια χαρά είχαμε μάθει να κουμαντάρουμε, και θα πάμε σε ένα πλησίον χωριό το Βιδι όπου είχε πανηγύρι, για να βοηθήσουμε στην περιφορά της εικόνας το βράδυ, να διανυκτερεύσουμε, και το πρωί να κοινωνήσουμε….


Μπήκαμε λοιπόν στη 18κωπο και εεε..ει ωωωππ εεε..ει ωωωπ κάποτε φτάσαμε στην απέναντι ακτή και αφού ασφαλίσαμε την βάρκα, ξεκινήσαμε απομεσήμερο πια, μέσω μιας μαγευτικής διαδρομής για το Βιδι. Κατά μήκος αυτής της διαδρομής υπήρχαν πολλές συκιές φορτωμένες λογω εποχής, και τις οποίες τιμήσαμε… δεόντως μέχρι σκασμού-τα αποτελέσματα δε αυτής της υπερβολής τα είδαμε αργότερα όταν τρέχαμε στα περιβόλια για ανακούφιση…

Τότε για πρώτη πάλι φορά στην ζωή μου είδα στο Βιδι λαϊκό πανηγύρι, με ψητά, χορούς και τραγούδια, που σταμάτησαν για λίγο την ώρα της περιφοράς της εικόνας, που τιμητικά συνοδέψαμε. Αργά αποκαμωμένοι οι μικρότεροι αποκοιμηθήκαμε μέσα στην εκκλησία ως το πρωί που μας ξύπνησαν για τη λειτουργιά..Όταν σχόλασε η εκκλησία πήραμε το δρόμο της επιστροφής για την βάρκα μας. Στον δρόμο, και όταν άρχισε η ζέστη-δεκαπενταύγουστος-ζηλεψαμε την δροσια της θάλασσας και αποφασίσαμε να βουτήξουμε. Φυσικά ελλειψει μαγιό (μπανιερό το λεγαν τότε) άλλος έπεσε με την στολή. Άλλος με το εσώρουχο. Εγώ είχα την φαεινή ιδέα να φορέσω για μαγιό την αθλητική… φανέλα μου… ακόμη γελάμε με τους γερο φίλους τι (δεν) έκρυβε τελικά αυτό το μαγιό. Πολλές αναμνήσεις πολλά στιγμιότυπα όμορφα αμέριμνα χρόνια.

Θυμάμαι πόση εντύπωση μου είχαν κάνει τα όμορφα αρχοντικά και τα στενά ολοκάθαρα λουλουδιασμένα δρομάκια του Πορου. Μάλιστα είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε τον Βέγγο στο γύρισμα μιας από τις πολλές κινηματογραφικές ταινίες που τότε γυριζόταν στο νησί.

Με πόση νοσταλγία αναπολώ την επιχείρηση ‘’Ροβινσον Κρουσσος’’ την 24ωρη άσκηση διαβίωσης επάνω στο νησάκι Δασκαλιο που μας αποβίβασαν με στοιχειώδη μέσα για να ..αποδείξουμε την εκπαίδευση μας,(και το κρύο που τραβήξαμε εκείνη την νύχτα).

Θυμάμαι επίσης τη συγκίνηση μου όταν έπρεπε να εφαρμόσω όσα μας διδάξαν για την πυρασφάλεια-κουβας με νερό και φτυάρι..-την νύχτα του συναγερμού άσκησης πυρόσβεσης. Ένοιωθα ήρωας..Μια μικροεκδορα από εκείνη την …περιπέτεια, όταν έπεσα και έφαγα τα μούτρα μου μέσα στο σκοτάδι, μου την περιποιήθηκαν με προθυμία στο ιατρείο του ναυτικού ..που είχε εξασφαλίσει την υγειονομική μας κάλυψη.

Οι υπόλοιπες λίγες ημέρες πέρασαν το ίδιο ευχάριστες και θα παραμείνουν αξέχαστες στη μνήμη μου…

Αποχαιρετήσαμε με συγκίνηση το νησί όταν τέλειωσε η κατασκήνωση… αφήνοντας ένα κομμάτι της καρδίας μας.

Από τότε όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν , συναντιόμαστε με τα… παιδιά εκείνης της συντροφιάς, ξαναγινόμαστε τα προσκοπακια εκείνης της ιστορικής εποχής του Πορου, και αφήνουμε κατά μέρος την σοβαρότητα η την κοινωνική θέση,-αξιολογοι επιστήμονες, πνευματικοί άνθρωποι, γνωστοί καλλιτέχνες, επιτυχημένοι επαγγελματίες, oι περισσότεροι, στο λυκoφως της ζωής μας, και απελευθερώνουμε τις αναμνήσεις να μας παρασύρουν στα χρόνια της ξεγνοιασιάς και της αθωότητας με πειράγματα, γέλια, αλλά και μελαγχολία για ο, τι πέρασε.

Τότε είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να ξαναγυρίσω στον Πόρο…

Τα χρόνια περνούσαν. Η βιοπάλη, οι φροντίδες της ζωής, η οικογένεια… στον Πόρο εκτοτε για πολλά χρόνια δεν ξανάλθα και η νοσταλγία μου όποτε τον θυμόμουν ήταν μεγάλη.

Έτσι όταν εκλεκτός φίλος με κάλεσε στο εξοχικό του στο Πόρο, πάνω στο ρολόι , ένα σαββατοκύριακο, (είχαν περάσει κοντά 30 χρόνια, τέλος του ’80) με χαρά δέχτηκα την ευκαιρία και κατέφθασα με την γυναίκα μου που κι αυτή είχε αναμνήσεις γιατί όπως μου εξήγησε, αυτή ήταν η μόνιμη διήμερη εκδρομή του Αρσακείου για τις μεγάλες μάλιστα τάξεις. Η… γνωστή πενθήμερη των σημερινών εφήβων..του εξωτερικού.

Από κει πάνω, από το ρολόι στην πανοραμική βεράντα του σπιτιού του καλού φίλου, απομονώθηκα για λίγο και άφησα την φαντασία μου να ταξιδέψει στις γλύκες αναμνήσεις, τα πρόσωπα ,τις όμορφες στιγμές του Πόρου. Τώρα και μαγιό είχα..και παγωτό μπορούσα να πάρω..

Ο κάλος φίλος κ. Σπύρος Αλεξανδράτος, όταν κατάλαβε την νοσταλγία μου, μου πρότεινε «γιατί δεν παίρνεις ένα σπίτι αφού σου αρέσει και σένα τόσο το όμορφο νησί;»

Ητανε φαίνεται τυχερό… το σπίτι βρέθηκε, και το ίδιο βράδυ είχαμε συμφωνήσει κιόλας με τον πωλητή.

Συμπτωματικά τότε πουλιόταν ένα παλιό σπίτι κοντά στον αη Γιωργη και την παραλία, γνωστό στους παλιούς ποριώτες, σαν το σπίτι της δασκάλας της κ. Γωγώς…(παλιά αστυνομία) όπως μου ‘παν εκ των υστέρων, και με παρότρυνση και της γυναίκας μου αποφασίσαμε να το αγοράσουμε….

Το καινούργιο μας σπίτι στον Πόρο που με περισσή φροντίδα και σεβασμό στο περιβάλλον και την παράδοση αναστησαμε, το ονομάσαμε ‘’ΡΟΔΑΝΘΗ’’ το αγαπήσαμε πολύ όλοι μας , εγώ δε επιμελήθηκα ιδιαίτερα μια βεράντα από όπου βλέπω τις ώρες της αναπόλησης μου τον όμορφο κλειστό κόλπο, και απέναντι το μικρό Νεωριο, την κοιμώμενη, και το προγυμναστήριο…. και θυμαμαι..

Το σπιτάκι αυτό στεγάζει από τότε την οικογένεια μας, τα παιδιά και τα εγγόνια μου-που δεν βλέπουν την ώρα να πάμε στον Πόρο μας-όπως λένε, αλλά και φιλοξένει και καλούς φίλους από την Ελλάδα και το εξωτερικό, και ορισμένους μάλιστα της παλιάς προσκοπικής συντροφιάς και έτσι έχει αποκτήσει το πανέμορφο νησί μας κι άλλους φανατικούς λάτρεις, τους φίλους μας.

Τα καλοκαιριά, γύρω στον δεκαπενταύγουστο, προσκαλώ και πάμε για προσκύνημα στο Βιδι όσους από τους κατασκηνωτές εκείνης της εποχής μπορούν… αν και αρκετοί σαλπάρισαν για …άλλη κατασκήνωση.

Όμως να σας εξομολογηθώ τι έχω πάθει…

Όποτε περναω ή πηγαίνω, με τα εγγόνια μου πλέον, στο μικλο Νεωλιο όπως το προφέρει ο μικρότερης εγγονός, θυμάμαι, και νοσταλγώ. Θυμάμαι και νοσταλγώ… και παρασέρνομαι, ξεχνιέμαι και τους επαναλαμβάνω «να εδώ ήταν το μαγειρειό, εδώ φυλαγα σκοπιά, εδώ κοιμόμουν στην σκηνή…. όπως λέω τώρα σε όλους εσάς, αλλά και αποφεύγω να παρκάρω-ο χώρος είναι παρκιν-στους χώρους της… κατασκήνωσης!!

Αμάν παππού μας έχεις ζαλίσει κάθε φορά με την κατασκήνωση σου στον Πόρο. Όλο τα ίδια και τα ίδια μας λες… τα ‘χουμε μάθει απεξω!

Που ναξεραν.. που ναξεραν. Οι νέοι ζουν με όνειρα. Οι μεγάλοι με μνήμες. Ένα ακόμη καλοκαίρι. Όσα θέλει ο θεός. Καλό καλοκαίρι. Τον Πόρο και τα μάτια μας..

ΤΑΚΗΣ ΛΥΚΟΥΔΗΣ


Πρωτοδημοσιεύθηκε την 1η Ιούνη 2015 από το porosnews.gr

Φωτογραφίες από porosnews.gr

Ως Αιγαλιώτης αλλά και ως πρώην υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού,
που πέρασε 10 μήνες στον νησί του Πόρου, πριν κάποιες 10ετίες, 
ένιωσα ιδιαίτερη συγκίνηση, διαβάζοντας το κείμενο-αφήγηση.
Ευχαριστώ κύριε Τάκη Λυκούδη για την γνωστοποίηση και
προτροπή αναδημοσίευσης από το opalmos.gr

Μιχάλης Σπυρής