Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Χριστόδουλος Καράβολας, κατάθεση ψυχής

Ας αρχίσουμε το κείμενο με μία παραδοχή. Όλοι, κατά τη διάρκεια της ζωής μας, έχουμε κάνει λάθη.
Είτε μικρά είτε μεγάλα. Λάθη που είχαν αντίκτυπο στην προσωπική, στην επαγγελματική ζωή μας και πιθανόν να επηρέασαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα μας. "Ουδείς αλάνθαστος". Μία χιλιοειπωμένη φράση, η οποία όμως αποτυπώνει σε απόλυτο βαθμό την πραγματικότητα. Γι' αυτό το λόγο, την επόμενη φορά που θα ετοιμαστούμε να κατηγορήσουμε κάποιον φίλο, συνεργάτη ή έστω... συνάνθρωπο για τα λάθη του, καλό θα ήταν να κάνουμε ένα γρήγορο rewind στη δική μας ζωή. Πολύ σωστά καταλάβατε...

Προς τι όμως όλος αυτός ο πρόλογος; Έχετε δίκιο. Πρέπει να πάρουμε την ιστορία από την αρχή. Τον Απρίλιο του 2009, ο Έλληνας μπασκετμπολίστας, Χριστόδουλος Καράβολας κρίθηκε προφυλακιστέος επειδή κατηγορήθηκε, μεταξύ άλλων, για συμμετοχή σε ληστείες. Παρόλα αυτά, ύστερα από μεγάλη δικαστική περιπέτεια, ο Χριστόδουλος απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, επέστρεψε κανονικά στο μπάσκετ και προσπαθεί τα τελευταία χρόνια να βάλει σε μία τάξη τη ζωή του.

Η ιστορία του είναι ξεχωριστή, κρύβει αρκετές "σκιές", αλλά παράλληλα ένα φωτεινό χαμόγελο. Το δικό του. Αυτή ήταν άλλωστε κι η αιτία που του ζητήσαμε να μας συναντήσει για να ξετυλίξουμε μαζί το κουβάρι της πολυτάραχης ζωής του. "Η ζωή μου θα μπορούσε να γίνει εύκολα βιβλίο", αποκρίθηκε όταν συναντηθήκαμε στην Μαρίνα Ζέας, όπου περνάει τον ελεύθερό του χρόνο. Η θάλασσα τον γαληνεύει. Δεν θα μπορούσε να ισχύει κάτι διαφορετικό απ' την στιγμή που είναι βέρος Πειραιώτης.

Με τις πατερίτσες... παραμάσχαλα, λόγω του πρόσφατου χειρουργείου στο πόδι, ο Χριστόδουλος ήταν θετικός να μας εξομολογηθεί όλα όσα έζησε. Ήταν έτοιμος να παραδεχθεί τα λάθη του. Να αποτυπώσει με γλαφυρό τρόπο τη ζοφερή πραγματικότητα της φυλακής, αλλά και τις οικονομικές δυσκολίες στα παρκέ της Β' Εθνικής και της Α2. Εμείς δεν χρειάστηκε να κάνουμε τίποτα παραπάνω. Απλά τον αφήσαμε να μας διηγηθεί την ιστορία της ζωής του...

Κοιμόμασταν τέσσερα άτομα σε ένα δωμάτιο


Γεννήθηκα το 1982 στον Πειραιά και μεγάλωσα στην Δραπετσώνα. Σε μία γειτονιά με πολλούς πρόσφυγες, όπως πρόσφυγας είναι κι η μητέρα μου. Το πρώτο σπίτι που μείναμε ως οικογένεια ήταν μία γκαρσονιέρα. Ζούσαμε τέσσερα άτομα σε ένα δωμάτιο. Ο πατέρας μου κοιμόταν μαζί μου κι η μητέρα μου αναγκαζόταν να κοιμάται στο πάτωμα προκειμένου η αδερφή μου να έχει δικό της κρεβάτι.

Από μικρός υποστήριζα τον Ολυμπιακό. Πήγαινα, παρέα με τον πατέρα μου, στο ΣΕΦ και στο "Γ. Καραϊσκάκης". Αισθανόμουν πολύ ωραία. Βέβαια, τότε δεν είχα ασχοληθεί ακόμα με το μπάσκετ. Δεν είχα αποφασίσει τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Βρισκόμουν σε μία διαρκή αναζήτηση. Εκείνα τα χρόνια παίζαμε περισσότερο ποδόσφαιρο στις γειτονιές, παρά μπάσκετ. Θυμάμαι που επέστρεφα σπίτι με γδαρμένα πόδια, αλλά δεν με ένοιαζε. Αξέχαστες στιγμές.

Δεν είχα κάποιο ερέθισμα για να ξεκινήσω το μπάσκετ, καθώς ο πατέρας μου είχε ασχοληθεί στα νεανικά του χρόνια με το ποδόσφαιρο. Μάλιστα, είχε φτάσει μέχρι και τη Β’ Εθνική. Βέβαια, προσπαθούσε, με τον τρόπο του, να μου περάσει στο... αίμα και στο μυαλό μου τον αθλητισμό. Τον θυμάμαι να μου λέει χαρακτηριστικά πως "ο αθλητισμός σε απομακρύνει από τις κακές συνήθειες".

Έτσι, το 1993, ύστερα από παρότρυνση ενός οικογενειακού φίλου που ήταν προπονητής στην τοπική ομάδα μπάσκετ, πήγα στις ακαδημίες της Δραπετσώνας, μαζί με τον αδερφή μου. Εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα παιδιά εγώ ήμουν εύσωμος, αλλά αυτό δεν με επηρέασε στο να παίξω μπάσκετ. Ένιωθα πως είχα το... μικρόβιο. Άλλωστε, από μικρός έκρυβα έναν εγωισμό. Δεν ήθελα να χάνω. Δεν ήθελα να δίνω την ευκαιρία στους υπόλοιπους να με κοροϊδεύουν. Πάλευα με μοναδικό στόχο τη νίκη. Επιδίωκα να είμαι ο καλύτερος, αλλά πάντα μέσω προσπάθειας και σκληρής δουλειάς. Ίσως φταίει ο... αέρας του Πειραιά.

Με τη Δραπετσώνα έπαιξα στο εφηβικό και στη συνέχεια στο ανδρικό, έχοντας συμμετοχές στην Α’ ΕΣΚΑΝΑ. Υπήρξαν αρκετοί προπονητές που με βοήθησαν σημαντικά στα πρώτα βήματά μου, όπως ο Σπύρος Καβαλιέρατος και ο Σάκης Γαζής. Μάλιστα, υπήρξα και συμπαίκτης με τον Δημήτρη Τσαλδάρη που διέγραψε μία σημαντική πορεία στο ελληνικό μπάσκετ.

Επειδή είχα παρουσιάσει καλά δείγματα γραφής έφθασα μέχρι τα κλιμάκια των εθνικών ομάδων. Πιστεύω πως ήμουν αρκετά καλός, αλλά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν κατάφερα να κληθώ στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, ενώ υπήρχαν άλλοι αθλητές, με λιγότερο ταλέντο που ήταν διαρκώς στις προεπιλογές. Ακόμα και σήμερα θεωρώ πως υπάρχουν παίκτες που αδικούνται σε σχέση με άλλους. Υπάρχει διαφορετική μεταχείριση κι είναι κάτι που μ’ ενοχλεί αφάνταστα.

Όπως κάθε νέο παιδί, έτσι κι εγώ, στην αρχή της καριέρας μου, είχα μάνατζερ. Συγκεκριμένα ήταν ο Άκης Τσόλης. Όμως, ήταν φανερό πως δεν είχε τις ίδιες διασυνδέσεις με τους υπόλοιπους, αφού κι αυτός τότε ξεκινούσε. Ούτως ή άλλως εγώ ποτέ δεν ήμουν υπέρ των μάνατζερ. Ήθελα να εκπροσωπώ ο ίδιος τον εαυτό μου. Αλλά καλώς ή κακώς, όπως έχει φανεί, οι μάνατζερ παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία ενός αθλητή.

Η πρόταση από τη Βοστώνη και το Αμερικανικό ποδόσφαιρο

Παρά τις αναποδιές δεν το έβαλα κάτω, με αποτέλεσμα στην Α' Λυκείου να μου έρθει μία διαφορετική, αλλά συνάμα ξεχωριστή πρόταση. Κατά τη διάρκεια ενός τουρνουά μεικτών ομάδων, στο οποίο και συμμετείχα, ήρθε στο γήπεδο ένας σκάουτ από τις ΗΠΑ. Εντυπωσιάστηκε με την εμφάνισή μου και μου πρότεινε να πάω σ' ένα λύκειο της Βοστώνης. Ήταν ξαφνικό, αλλά επειδή ως μαθητής ήμουν μέτριος, σκεφτήκαμε με τον πατέρα μου πως αξίζει τον κόπο να το ρισκάρουμε. Ήταν μία καλή ευκαιρία να τεστάρω και τις ικανότητές μου.

Αμέσως, φύγαμε για τη Βοστώνη προκειμένου να κινήσουμε τις διαδικασίες για την παραμονή μου στη χώρα. Θυμάμαι, τις πρώτες ημέρες το κρύο ήταν τσουχτερό και ήταν δύσκολο να το συνηθίσω. Επίσης, υπήρχε ένα σημαντικό κόλλημα, καθώς δεν γνώριζα καθόλου αγγλικά. Μόνο "Yes" και "No". Παρόλα αυτά, οι υπεύθυνοι ήταν ευγενέστατοι, μας βρήκαν ξενοδοχείο μέχρι να λυθούν τα διαδικαστικά, ενώ επισκεφθήκαμε και το σχολείο, το οποίο, όπως είναι λογικό, δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτά της Ελλάδας. Απίστευτες εγκαταστάσεις, ωραίο κλίμα και εξαιρετική οργάνωση.

Όμως για να καταθέσω τα χαρτιά μου στο λύκειο έπρεπε να με υιοθετήσει μία οικογένεια, την οποία επιχορηγούσε με κάποια χρήματα το κράτος. Τελικά, βρέθηκε μία ελληνική οικογένεια, η οποία μάλιστα ήταν εξαμελής! Άρχισα κανονικά τις προπονήσεις, αλλά επειδή έλειπε ένα χαρτί δεν μου επετράπη το πρώτο διάστημα να αγωνιστώ σε επίσημο παιχνίδι. Όμως, ο πατέρας της οικογένειας που με είχε υιοθετήσει έτρεξε άμεσα τις διαδικασίες, έβγαλε όλα τα χαρτιά που χρειαζόμουν και μέσα σε ένα μήνα έπαιξα κανονικά.

Όπως συμβαίνει σ' αυτές τις περιπτώσεις, επειδή τα πήγαινα πολύ καλά, έγινα θέμα στις εφημερίδες ως "o Έλληνας που διαπρέπει στην Αμερική". Εξαιτίας των εξελιγμένων τεχνικών που χρησιμοποιούσαν οι προπονητές στην Αμερική δυνάμωσα αρκετά. Γι' αυτό το λόγο οι γυμναστές μού πρότειναν να δοκιμάσω να παίξω Αμερικανικό ποδόσφαιρο, καθώς διέθετα τα στοιχεία για να κάνω καριέρα! Αν δεν είχα τόσο μεγάλη αγάπη στο μπάσκετ και αποδεχόμουν την πρόταση μάλλον, αυτή τη στιγμή, να ήμουν εκατομμυριούχος. Ίσως έπαιζα ακόμη στο NFL.

Τελικά, παράλληλα με το μπάσκετ, άρχισα και προπονήσεις με την ομάδα του Αμερικανικού ποδοσφαίρου. Θυμάμαι τρέχαμε σε ανοιχτά γήπεδα με χιόνια και με κρύο. Όμως, λίγο καιρό αργότερα οι υπεύθυνοι με έβαλαν σε δίλλημα. Μου εξήγησαν πως δεν μπορώ να συνεχίσω και τα δύο κι έπρεπε να διαλέξω ή μπάσκετ ή Αμερικανικό ποδόσφαιρο. Οι ίδιοι θεωρούσαν πως θα είχα μεγαλύτερη εξέλιξη στο ποδόσφαιρο, αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να παρατήσω το μπάσκετ.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΚΙ Ο ΡΑΤΣΑ

Ύστερα από 1,5 χρόνο και λόγω οικονομικών δυσκολιών αναγκάστηκα να γυρίσω στην Ελλάδα. Με την επιστροφή μου υπέγραψα στον Πειραϊκό, ο οποίος αγωνιζόταν στην Α2 και είχε προπονητή τον Μιχάλη Κυρίτση. Ο κόουτς με πίστεψε από την αρχή, μου έδωσε χρόνο συμμετοχής και στο τέλος της χρονιάς ξεκίνησα αρκετές φορές στη βασική πεντάδα. Ήμουν πολύ ευχαριστημένος, γιατί, παρά το νεαρό της ηλικίας μου, ο κ. Κυρίτσης με εμπιστευόταν κι αυτό μου έδινε μεγάλη αυτοπεποίθηση.

Παρόλα αυτά, η ομάδα υποβιβάστηκε στη Β' Εθνική. Όμως, εγώ δεν είχα σκοπό να την αφήσω στα... κρύα του λουτρού. Έμεινα και την επόμενη σεζόν, παρότι άλλαξε ολοκληρωτικά το ρόστερ, κι απέκτησα πρωταγωνιστικό ρόλο. Σε οικονομικό επίπεδο, τα χρήματα δεν ήταν πολλά, αλλά δεν με ενδιέφερε. Δεν υπήρξα ποτέ παίκτης-μισθοφόρος. Η αγάπη μου για το μπάσκετ μ' έκανε να συνεχίζω να αγωνίζομαι. Τα χρήματα, πάντα, έμπαιναν σε δεύτερη μοίρα.

Μετά από δύο χρόνια στον Πειραϊκό έκανα το επόμενο βήμα. Η Ελευσίνα ξεκινούσε μία νέα προσπάθεια κι ήθελα να είμαι κομμάτι της. Ο κόσμος με αγάπησε γιατί έβγαζα μία "τρέλα" μέσα στο γήπεδο, ένα πάθος που τον γοήτευε. Το γούσταρε. Kι εμένα, από την πλευρά μου, μου άρεσε να παίζω σε γεμάτα γήπεδα. Με "τάιζε" ψυχολογικά. Με την Ελευσίνα βρεθήκαμε πολύ κοντά στην άνοδο, αλλά το... τσακ δεν τα καταφέραμε. Ύστερα από μία διετία μετακόμισα στα Λιόσια, όπου συνέχισα τις θετικές εμφανίσεις.

Παρά την καλή παρουσία παρέμενα ανικανοποίητος γιατί επιζητούσα το κάτι παραπάνω. Έφθασα στο σημείο να παίρνω τηλέφωνο διάφορους μάνατζερ και να τους "παρακαλάω" να με πάνε σε μία ομάδα της Α1 ή της Α2 για να κάνω, έστω, μία προπόνηση. Δεν τους ζητούσα να απαιτήσουν συμβόλαιο. Ήθελα μόνο να μου δοθεί η ευκαιρία να δοκιμαστώ στο κορυφαίο επίπεδο.

Τελικά το 2008, χαμένος για χαμένος έκανα μία κίνηση που άλλαξε το ρου της ιστορίας μου! Ξύπνησα ένα πρωί, πήγα στο σταθμό Λαρίσης, πήρα το τρένο και ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη με στόχο να κάνω μία προπόνηση με τον Μακεδονικό, που εκείνη τη σεζόν, παρότι έπαιζε στην Α1, δεν ήταν και στα καλύτερα του. Πήγα στο Κλειστό που έκανε προπόνηση η ομάδα, βρήκα τον Κώστα Φλεβαράκη και του είπα: "Κόουτς, μπορώ να κάνω μία προπόνηση με την ομάδα";

Ξαφνιασμένος ο κ. Φλεβαράκης μου απαντά: "Ποιος είσαι;". Πριν προλάβω να του εξηγήσω με ρωτάει:"Ποιος σε έστειλε";. "Κανένας", του αποκρίνομαι. "Μόνος μου ήρθα!". Η... τόλμη μου, όπως αποδείχθηκε στην πορεία, έπαιξε καταλυτικό ρόλο, αφού τελικά ο κόουτς με άφησε να κάνω προπόνηση, μαζί με κάποιους Αμερικανούς που είχαν έρθει κι αυτοί για να δοκιμαστούν. Όταν ολοκληρώθηκε η προπόνηση με ενημέρωσε πως ήθελε να με δει και την επόμενη ημέρα. Έπαιξα σε ένα φιλικό, αλλά κανείς δεν με ειδοποιούσε αν με θέλουν ή όχι.

Είχε φθάσει Παρασκευή και τη Δευτέρα έπρεπε να "κλείσουν" τα ρόστερ. Ήμουν πολύ αγχωμένος γιατί θεωρούσα πως ήταν η μεγάλη ευκαιρία μου. Τελικά, την τελευταία ημέρα των μεταγραφών έρχεται ο κ. Φλεβαράκης και μου λέει: "Ξέρεις, εμείς δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα να σου προσφέρουμε κανονικό συμβόλαιο. Μπορούμε να σου παρέχουμε μόνο ένα σπίτι για να μείνεις". Του εξήγησα πως δεν έχω πρόβλημα, καθώς θέλω να κυνηγήσω το όνειρό μου. Στην πορεία, αποδείχθηκε πως ο κόουτς θα ήταν το στήριγμά μου, αφού με βοήθησε πάρα πολύ, τόσο σε αγωνιστικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο.

Βέβαια, λόγω των οικονομικών προβλημάτων ήμασταν αναγκασμένοι να αλλάζουμε διαρκώς ξενοδοχεία. Κάθε 20 με 30 ημέρες έπρεπε να μετακινούμαστε, αφού υπήρχαν ανεξόφλητες υποχρεώσεις. Η κατάσταση ήταν απελπιστική, αλλά, παρόλα αυτά, καταφέραμε μέσα στη χρονιά να κερδίσουμε την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ. Έτσι, μου έφυγε και το... άχτι της Α1. Αυτό που συνειδητοποίησα ήταν πως αν μπορείς να υπηρετήσεις πιστά ένα συγκεκριμένο ρόλο τότε, ακόμα κι αν σου λείπει ταλέντο, μπορείς να σταθείς στο κορυφαίο επίπεδο. Παρά το γεγονός πως πραγματοποίησα μία καλή χρονιά, με περίπου 12 πόντους μέσο όρο, καμία ομάδα της Α1 δεν ενδιαφέρθηκε για την απόκτησή μου.

Χρειάστηκε να περιμένω μέχρι τον Δεκέμβρη για να υπογράψω τελικά στην Ολυμπιάδα Πατρών, όπου πήγα και δεν... ακούμπησα. Δεν ήμουν στα βασικά πλάνα του Ντράγκαν Ράτσα, ο οποίος προτιμούσε τους Σέρβους και φερόταν πολύ άσχημα στους Έλληνες παίκτες. Είχε φθάσει σε σημείο να μας κάνει καψόνια! Η συμπεριφορά του ήταν απαράδεκτη και έχει μείνει βαθιά χαραγμένη μέσα μου. Σε ό,τι αφορά στο οικονομικό κομμάτι ήταν υπήρχε μία γενικότερη αναξιοπιστία.

Στη Λιβύη κοιμόμουν πάνω σ’ ένα κόντρα πλακέ, κινδύνευσα με φυλάκιση

Έτσι, στο τέλος της σεζόν αποχώρησα και μετά από συνεννόηση μ' έναν μάνατζερ αποφάσισα να πάω στη Λιβύη! Ο λόγος που πήρα μία τέτοια απόφαση ήταν τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζα, καθώς τη σεζόν που αγωνίστηκα στον Μακεδονικό έχασα τον πατέρα μου, με αποτέλεσμα οι υποχρεώσεις να "γιγαντωθούν". Μου κόστισε πολύ η απώλειά του. Έπρεπε να διευθετήσω τα πάντα και να τα βάλω σε μία σειρά. Επομένως, η λύση της Λιβύης ήταν, θεωρητικά, η ιδανικότερη εκείνη την περίοδο. Πλέον, δεν είχα τη δυνατότητα να παίζω παντού... δωρεάν.

Η ομάδα είχε έδρα την Τρίπολη, ενώ στη διοίκηση υπήρχαν κι αρκετοί Έλληνες. Η πόλη δεν θύμιζε σε καμία περίπτωση τον Πειραιά ή την Αθήνα. Οι γυναίκες φορούσαν μπούργκες και οι άνδρες δεν επιτρεπόταν να κοιτάξουν το άλλο φύλο, να πιουν αλκοόλ ή να ξενυχτίσουν. Μάλιστα, η "αμάθειά μου" πάνω στα ήθη και τα έθιμα της χώρας θα μπορούσε να μου κοστίσει ακριβά! Καθώς προχωρούσα στους δρόμους της Τρίπολης είδα μία όμορφη κοπέλα, η οποία ναι μεν φορούσε μπούργκα, αλλά μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της.

Την πλησίασα, της είπα πως είμαι Έλληνας μπασκετμπολίστας και ότι είναι πολύ όμορφη. Χαμογέλασε, αλλά την είδα πολύ ανήσυχη. Τη ρώτησα τι έχει, αλλά δεν μου απαντούσε. Μετά από λίγο εμφανίστηκαν περίπου 10-15 άτομα, τα οποία και μου έκαναν λεκτική επίθεση. Η κοπέλα μου ζήτησε να φύγω, αλλά εγώ δεν είχα καταλάβει τι συμβαίνει. Ευτυχώς εκείνη την ώρα έφθασε ο συγκάτοικος μου, ο οποίος και μου εξήγησε πως όταν μιλάς με μία κοπέλα στην Αραβία ή θα την παντρευτείς ή θα πας φυλακή! Αμέσως γύρισα προς όλους και ζήτησα "συγγνώμη"!

Σε αγωνιστικό επίπεδο, όταν πήγα να κάνω την πρώτη προπόνηση έπαθα σοκ. Το γήπεδο ήταν ανοιχτό, οι γραμμές στον αγωνιστικό χώρο ήταν βαμμένες με το χέρι και το ταρτάν ήταν σε τραγική κατάσταση. Οι συναθλητές μου, παρότι ήταν αλτικοί και αθλητικοί, δεν είχαν σπουδαίο ταλέντο, ενώ είχαν σημαντικές ελλείψεις στον τομέα της τακτικής. Στο κομμάτι της στέγασης αντιμετώπισα κάποια πρόβλημα, καθώς κοιμόμουν σε πάνω σε ένα κόντρα πλακέ, είχα μία τηλεόραση, ενώ το φαγητό μου το έφερναν οι υπεύθυνοι της ομάδας. Εγώ, πέρα από τις προπονήσεις, δεν έβγαινα έξω από το σπίτι. Κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ έτρωγα το ίδιο φαγητό. Κοτόπουλο. Παρόλα αυτά, στο οικονομικό κομμάτι ήταν κύριοι. Πήρα τα χρήματά του συμβολαίου μέχρι τελευταίου... δολαρίου.

Η ξαφνική απώλεια του πατέρα και η τραυματική εμπειρία της φυλακής

Η επόμενη χρονιά ήταν πολύ δύσκολη. Η απώλεια του πατέρα μου, που ήταν το μεγάλο στήριγμα στη ζωή μου κι ουσιαστικά ο άνθρωπος που βρισκόταν πάντα στο πλευρό μου, μ' επηρέασε πολύ και σε αρνητικό βαθμό. Θεωρώ ότι αντέδρασα -για κάποιο διάστημα- λανθασμένα κι αυτό τελικά πλήρωσα δυσανάλογα σε σχέση με τις πράξεις μου.

Η φυλακή, στην οποία έμεινα 9 μήνες, ήταν μια τραυματική εμπειρία. Υπήρχαν στιγμές που ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Η στήριξη όμως της οικογένειας μου, της κοπέλας μου και των φίλων μου μού έδωσαν τη δύναμη να αντιμετωπίσω όλο αυτό το διάστημα ως μια ευκαιρία να καθαρίσω το μυαλό μου από λανθασμένες σκέψεις και τακτικές. Έτσι λοιπόν αυτό το διάστημα διάβαζα πολύ και γυμναζόμουν εντατικά. Αποτέλεσμα; Όταν τελείωσε η περιπέτεια μου ήμουν 20 κιλά πιο ελαφρύς και σε καλύτερη φυσική κατάσταση από ποτέ.

Τα ΜΜΕ όπως γίνεται πάντα σ' αυτές τις περιπτώσεις ενδιαφέρθηκαν μόνο για την επικεφαλίδα και για το "ροζ" της υπόθεσης το οποίο όμως, όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρχε ποτέ. Οι λεπτομέρειες πια δεν έχουν και τόσο σημασία καθώς είναι μια περίοδος της ζωής μου που έχω κάνει μεγάλη προσπάθεια να διαγράψω από την μνήμη μου. Δούλεψα το διάστημα των 9 μηνών τόσο το σώμα όσο και το μυαλό μου και και το μόνο που έχω αυτήν την στιγμή στην σκέψη μου είναι ότι έχω ξαναγεννηθεί και θέλω να ζήσω μια καινούργια ζωή όπως μου αξίζει. Είμαι πολύ τυχερός γιατί ο πατέρας μου μού έδωσε τη δυνατότητα να ζω σε ένα καλό επίπεδο και να ονειρεύομαι, δουλεύοντας πάνω σ' αυτά που αγαπάω, για μια καλύτερη ζωή.

Ίσως να έχω πολλά ελαττώματα άλλα όχι το να κρύβομαι πίσω από άλλους. Είμαι υπεύθυνος των πράξεων μου. Τιμωρήθηκαν και με το παραπάνω γι' αυτές και όλα αυτά πλέον ανήκουν στο παρελθόν. Η μεταμέλεια μου είναι δεδομένη κι άλλωστε εκφράστηκε και με τον πιο εμφατικό τρόπο στο δικαστήριο.

Η ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ, Η ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΙΓΑΛΕΩ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΑΣΚΕΤΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝ

Μετά τη δικαστική μου περιπέτεια είχα μία νύξη από το Αιγάλεω, το οποίο βρισκόταν στην Α2, αλλά είχε την –οικονομική- στήριξη του Δήμου. Βέβαια, λόγω της "κηλίδας" που απέκτησα από την περιπέτεια που είχα με τον νόμο δεν μου ήταν εύκολο να βρω ούτε καλό συμβόλαιο, αλλά ούτε και καλή ομάδα. Υπήρχε γενικότερα, εκείνη την περίοδο, μία καχυποψία, ενώ είχε δημιουργηθεί μία κακή φήμη γύρω από το όνομά μου. Είναι γνωστό πως στην Ελλάδα είναι προτιμότερο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.

Όμως, ο Δημήτρης Καρβέλας βγήκε μπροστά, έβαλε πλάτη, γνωρίζοντας τι άνθρωπος είμαι και με πήρε στο Αιγάλεω. Τότε, προπονητής στην ομάδα ήταν ο Κώστας Κεραμιδάς. Στην αρχή δεν αγωνιζόμουν καθόλου, είχα τρελαθεί, αλλά μετά το κακό ξεκίνημα, υπήρξε αλλαγή προπονητή με τον Δημήτρη Λιόγα να αναλαμβάνει την τεχνική ηγεσία. Η συγκεκριμένη κίνηση αποδείχθηκε λυτρωτική για εμένα, αφού άμεσα με τον κ. Λιόγα αποκτήσαμε κώδικες επικοινωνίας και εμπιστοσύνης. Κατάφερα μέσα από τις προπονήσεις να τον πείσω για την αξία μου, ενώ το τεράστιο διπλό που κάναμε στον Αμύντα, ύστερα από δύο παρατάσεις "κλείδωσε" την εξαιρετική σχέση μας. Θυμάμαι, σ’ εκείνο το παιχνίδι είχα σημειώσει 28 πόντους. Παρά την μεγάλη προσπάθεια που καταβάλαμε να κρατήσουμε την ομάδα στην κατηγορία, το τέλος της σεζόν μας βρήκε να υποβιβαζόμαστε στη Β’ Εθνική. Όμως, όλη αυτή η αγάπη που εισέπραξα από τον κόσμο, ο οποίος και εκτίμησε την προσφορά μου στην ομάδα, με έκανε να επιθυμώ την παραμονή μου στο Αιγάλεω έστω κι αν έπαιζα στη Β’ Εθνική. Τελικά, η επιθυμία μου δεν πραγματοποιήθηκε κι έτσι ακολούθησα τον κόουτς Λιόγα στο Παγκράτι.

Δυστυχώς, στο ξεκίνημα της χρονιάς υπέστη ένα σοβαρό τραυματισμό που με άφησε εκτός δράσης για περίπου δύο μήνες. Όταν επέστρεψα ήμουν εμφανώς εκτός ρυθμού, με αποτέλεσμα να μην προσφέρω τα αναμενόμενα. Ύστερα από μία σεζόν επέστρεψα στο Αιγάλεω. Αυτή ήταν άλλωστε κι αρχική μου επιθυμία. Ο κόσμος με αγαπούσε, μου συμπεριφερόταν εξαιρετικά. Θυμάμαι, με έβλεπαν στον δρόμο και μου ζητούσαν να μην φύγω. Γνώριζα πως δεν υπήρχαν μεγάλες οικονομικές δυνατότητες από την πλευρά τους, αλλά προσπαθούσαν, όσο μπορούσαν, να προσφέρουν -έστω- τα απαραίτητα. Αποδείχθηκαν τυπικοί στις υποχρεώσεις τους. Πλέον, υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι από το Αιγάλεω που τους θεωρώ οικογένειά μου. Με στήριξαν στα εύκολα, αλλά και στα δύσκολα. Παρέμεινα στην ομάδα για τέσσερις σερί σεζόν, παρά το γεγονός πως έφθασε να αγωνίζεται στη Γ’ Εθνική. Δεν με ένοιαζε. Την είχα αγαπήσει τόσο, ήμουν ευχαριστημένος που κάθε εβδομάδα το γήπεδο ήταν γεμάτο, που δεν με ενδιέφερε η κατηγορία. Βέβαια, όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν...

Την εφετινή σεζόν η μοίρα με έφερε στον Εθνικό. Για εμένα, ήταν το ιδανικότερο σωματείο, μετά από όλα αυτά που πέρασα. Οι κύριοι Βασίλης Δέρβος και Δημήτρης Καραφαντής περιβάλλουν με μεγάλη αγάπη την ομάδα και έχουν δημιουργήσει τις ιδανικές συνθήκες ώστε η ομάδα να αρπάξει την ευκαιρία που έχει μπροστά της και να βρεθεί στην Α1. Αγωνιστικά η παρουσία του ηγέτη μας, Φώτη Βασιλόπουλου, ουσιαστικά έχει αλλάξει τις ισορροπίες σε όλη την κατηγορία. Το πρωτάθλημα είναι το πιο δύσκολο όλων των εποχών. Όμως, υπάρχει η πίστη μέσα στην ομάδα ότι στο τέλος θα είμαστε μία εκ των δύο που θα πάρει το "εισιτήριο" για την Α1. Μπορεί εγώ λόγω του προβλήματος τραυματισμού να μην είμαι σε θέση να βοηθήσω τον Εθνικό μέσα από το παρκέ, αλλά βρίσκομαι κάθε εβδομάδα δίπλα στην ομάδα και ενισχύω τους συμπαίκτες μου με τις... φωνές μου!

Όσον αφορά στο μέλλον; Το βλέπω κοντά στο μπάσκετ. Δουλεύω συνέχεια ώστε να ξεπεράσω τους τραυματισμούς, αλλά και τις ιδιαίτερες καταστάσεις που μ’ άφησαν πίσω, έχοντας ως μοναδικό στόχο να επιστρέψω δριμύτερος. Προσπαθώ να καλύψω το χαμένο έδαφος σ’ όλα τα επίπεδα και να ασχοληθώ μ’ αυτό που αγαπάω και μου δίνει ζωή. Άλλωστε, αν κάνεις τη δουλειά που αγαπάς, δε θα χρειαστεί να εργαστείς ούτε μια μέρα στη ζωή σου....

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ στο contra.gr [05/05/2016]