Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Γρατσουνισμένα γόνατα και απόλυτη ανεμελιά…


Όταν έκλειναν τα σχολεία, ξεκινούσε μια περίοδος μαγική…
που έχει μείνει στο μυαλό μου ως ανάμνηση απόλυτα νοσταλγική…

-Πάρε 100 δραχμές να πας να μου πάρεις τσιγάρα, μου έλεγε πολλές φορές ο πατέρας μου.

Με τις 100 δραχμές πήγαινα στο περίπτερο της γειτονιάς (Τρικάλων και Δωδεκανήσου γωνία-δεν υπάρχει πια) και αγόραζα ένα πακέτο τσιγάρα assos filtro και ένα πακέτο τσίχλες big bubble και μετά επιδιδόμασταν με τα αδέρφια μου σε «διαγωνισμό τσιχλόφουσκας».

Ο μπαμπάς πάντα μας έδινε λεφτά να πάρουμε λιχουδιές, σοκοφρέτες, δρακουλίνια, καραμέλες, αρκεί να τον αφήναμε να βλέπει όλα τα δελτία ειδήσεων στην ΕΡΤ 1 ή ΕΡΤ 2, μοναδικά κανάλια της εποχής, στη μοναδική τηλεόραση που υπήρχε στο καθιστικό.

Τα μεσημέρια (ποτέ δεν είχε καύσωνα ή δεν το θυμάμαι;) καθόμουν σε μια «φωλίτσα» που είχα φτιάξει στη βεράντα και διάβαζα βιβλία ή έτριβα ένα κουλουράκι και μετά καθόμουν και παρακολουθούσα τα μυρμήγκια να φτιάχνουν ουρές και να μεταφέρουν τα κομματάκια στη δική τους φωλιά.

Φτιάχναμε «συμμορίες» με τα αρχικά των ονομάτων μας ΧΕΝ (Χρύσα-Έφη-Νατάσα), ΘΑΝ (Θάλεια-Αίγλη-Μαρία) κτλ και βάζαμε «θησαυρούς» μέσα σε χαρτόκουτα από SKIP: μπίλιες, γραμματόσημα, αυτοκόλλητα, βραχιολάκια.

Τρέχαμε στους δρόμους όλη μέρα. Παίζαμε στη γειτονιά. Παίζαμε και φεύγαμε μόνο για λίγο, για να πάμε τουαλέτα στα γρήγορα σα να μας κυνηγούσαν.

Δεν είχαμε πολλά fast food. Κόβαμε τη γωνία του καρβελιού, βγάζαμε την ψύχα και την γεμίζαμε με τυρί και ντομάτα, ή σαλάμι και κασέρι ή φτιάχναμε φέτες με βούτυρο και ζάχαρη ή με τη διαχρονική μερέντα. Υπήρχε και εκείνη η διαφήμιση τότε που, όταν κάποιος ήταν πολύ δυνατός, συνηθίζαμε να λέμε: «Καλά, μερέντα έφαγες»;

Δεν πίναμε για χρόνια φρέσκο γάλα, αλλά μόνο εβαπορέ, γιατί κάτι είχε γίνει (που οι μεγάλοι το λέγανε «Τσέρνομπιλ») και το φρέσκο γάλα απαγορευόταν. Πολύ συχνά πετούσα κρυφά το γάλα στις γλάστρες. Πολύ σπάνια μας άφηναν να πίνουμε σοκολατούχο, «Καρνέισιον» ή «Τοπίνο».

Τα απογεύματα η γιαγιά με τη μαντίλα έβγαινε κάθε δέκα λεπτά και φώναζε: «Αντε, νύχτωσε, ελάτε σιγά σιγά επάνω»! Κι εμείς τη μαλώναμε και πάντα λέγαμε: «Σε λίγο»! Μέναμε για άπειρες ώρες στο δρόμο, γιατί ήμασταν αγριμάκια. Παίζαμε κουτσό, λαστιχάκι, τζαμί, σκλαβάκια και κρυφτό. Εξερευνούσαμε εγκαταλειμμένα σπίτια, παίζαμε θεατρικά, και πετροπόλεμο. Το τελευταίο απαγορεύτηκε, όταν ο Θωμάς έκανε ράμματα στη μύτη…

Κι όταν τελικά ανεβαίναμε, πριν κοιμηθούμε, η γιαγιά μας η καλή που ζούσε μαζί μας μάς έλεγε υπέροχες ιστορίες, όχι τα κλασικά παραμύθια, αλλά παραδοσιακά: οι Δώδεκα καμπάνες, το ρεβυθάκι, η αλεπού και ο κόκκορας. Κρίμα που δεν τα θυμάμαι.

Είδα για πρώτη φορά υπολογιστή στο σπίτι των νονών μου στα δέκα μου και τον κοιτούσα απορημένη. Ήθελα να τον αγγίξω, αλλά δεν τολμούσα. Μόνο ο Σπύρος είχε ένα μικρό tetris και πολύ αργότερα αποκτήσαμε ένα game boy, όπου παίζαμε Super Mario. Απόλαυση!

Η μαμά μας αγόρασε βίντεο και βλέπαμε κασέτες και CD player, αν και ζητούσαμε επίμονα πικ απ! Στο μαγαζί της είπαν ότι σε λίγα χρόνια όλοι τέτοιο θα έχουν. Τα μικρά δισκάκια μας φαίνονταν εξωγήινα. Και είχαμε και ένα παλιό κασετόφωνο, όπου ακούγαμε κασέτες και ράδιο. Όποιο τραγούδι μας άρεσε πηγαίναμε στο μαγαζί με τους δίσκους και παραγγέλναμε να μας το γράψουν σε κασέτα.

Στα γενέθλιά μας που ήταν καλοκαίρι η μαμά μας φορούσε ίδια φορέματα με την αδερφή μου που είχε φτιάξει η θεία μας η Γιαννούλα. Η αδερφή μου το μισούσε, εγώ το λάτρευα. Η τούρτα ήταν πάντα χειροποίητη και η φωτογραφική μηχανή έπαιρνε φιλμ και είχε αποσπώμενο φλας. Έβλεπες δηλαδή τις φωτογραφίες, μόνο αφού τις εμφάνιζες στο φωτογραφείο. Αν είχε καεί το φιλμ ή δεν είχε μπει σωστά, δεν είχε βγει καμία φωτογραφία!

Το σταθερό μας τηλέφωνο είχε καντράν και οι γραμμές ήταν αναλογικές, όχι ψηφιακές. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μπερδεύονταν και ακούγαμε το γείτονα να μιλάει, ενώ παίρναμε τη θεία μας.

Παίζαμε και με κούκλες, αλλά είχαμε το πολύ μία η καθεμία. Ανταλλάσσαμε φορέματα και μετά το μετανιώναμε, αλλά το ξεχνούσαμε και κάναμε διαγωνισμούς χορού ή τραγουδιού. Ήταν στη μόδα η Αλέξια, η Άννα Βίσση, ο Χαριτοδιπλωμένος, η K. Minongue, η Μαντόνα και η Πωλίνα.

Πηγαίναμε ένα μήνα διακοπές και μετράγαμε πόσα παγωτά τρώγαμε όλο το καλοκαίρι.

Περνάγαμε απόλυτα ανέμελα…

Τραγουδούσαμε:

«Είσαι σαν κουνέλι και γλυκιά σαν μέλι»

«Με ένα σούπερ τοσοδούλι μίνι, διάφανο και ροζ μπικίνι κάνω ντου και τρομάζει ο ντουνιάς»

«Πάμε για τρέλες στις Σεϋχέλες»

«Μωρό μου φάλτσο, είσαι το σι μπεμόλ ακόρντο στην καρδιά μου, αν και φάλτσο»

«Θα κάνουμε πουσαπς, θα κάνουμε και τέλειο κορμί»

Δεν ξέραμε τι είναι «πουσαπς» ή «ακόρντο», αλλά δεν είχαμε ίντερνετ να το ψάξουμε, αλλά και ούτε μας ένοιαζε.

Και φυσικά πιστεύαμε ότι τίποτα κακό δε θα μας συμβεί, επειδή δε βλέπαμε ειδήσεις…

Γρατσουνισμένα γόνατα και απόλυτη ανεμελιά…

Δανιήλ Νατάσα
karditsa24.gr